Τι σημαίνει το plutôt στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης plutôt στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του plutôt στο Γαλλικά.

Η λέξη plutôt στο Γαλλικά σημαίνει αλλά μάλλον, αλλά καλύτερα, αρκετά, μάλλον, σχετικά, εννοείται, αντί, το αντίθετο, το αντίθετο μάλιστα, περισσότερο, καλύτερα, κάλλιο, προτιμότερο, καλύτερα, κάπως, λίγο, κατά κάποιο τρόπο, αρκετά, λίγο, κάπως, αρκετά, κατά προτίμηση, κάπως, λίγο, κάπως, αρκετά, αρκετά, αρκετά, αντί για, παρά, αρκετά νέος, αρκετά δύσκολος, αργούτσικος, μεγαλούτσικος, αρκετά απλά, αρκετά καλά, αρκετά καλά, αρκετά καλά, ή πιο συγκεκριμένα, σχετικά νέος, σχετικά μικρός, αντί για, με τίποτα, ούτε να το σκέφτεσαι, γλυκατζής, γλυκατζού, αντί για, χλιαρός, αρκετά, αρκετά καλά, αρκετά καλά, αντί για κτ/κπκ, να με πάρει και να με σηκώσει, αρκετά σθεναρός, στιβαρός, στέρεος, δίνω προτεραιότητα σε κτ/κπ έναντι κτ/κπ, μικρούλης, μικρούτσικος, καλά, παρά, μοιάζω περισσότερο με κτ, παρά, δίνω προαγωγή σε κπ αντί για κπ, διαλέγω κπ/κτ αντί για κπ/κτ άλλο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης plutôt

αλλά μάλλον, αλλά καλύτερα

adverbe (au contraire)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Il semble que ça n'a rien à voir avec la générosité, mais plutôt avec l'avidité.

αρκετά, μάλλον, σχετικά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il était plutôt perturbé par les images de la guerre. Je suis assez contrariée par ton attitude.
Έχω ενοχληθεί κομματάκι με τη συμπεριφορά σου.

εννοείται

interjection

Si j'aimerais une autre tranche de ce délicieux gâteau ? Plutôt (or: sans aucun doute) !

αντί

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tu m'as proposé du vin et du soda, mais je prendrai plutôt de l'eau.
Μου πρόσφερες κρασί και αναψυκτικό αλλά αντί για αυτά θα πάρω ένα νερό.

το αντίθετο, το αντίθετο μάλιστα

adverbe

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Trop grande ? Elle est plutôt trop petite pour garder le but !
Υπερβολικά ψηλή; Το αντίθετο μάλιστα. Είναι πολύ κοντή για να παίξει τέρμα!

περισσότερο

préposition

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ce n'est pas entendre par accident, c'est plutôt écouter aux portes.

καλύτερα

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je donnerais plutôt l'argent à une œuvre caritative qu'à lui.
Θα προτιμούσα να δώσω τα λεφτά σε φιλανθρωπίες, παρά σε αυτόν.

κάλλιο, προτιμότερο, καλύτερα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Te mentir ? Plutôt tuer ma mère.
Να σου πω ψέμματα; Κάλλιο (or: προτιμότερο) να μου κοπεί η γλώσσα!

κάπως, λίγο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il fait plutôt froid pour porter un short.
Κάνει λίγο (or: κάπως) κρύο για να φοράς σορτσάκι.

κατά κάποιο τρόπο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αρκετά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
C'est plutôt cher, mais je vais quand même l'acheter.
Είναι αρκετά ακριβό, αλλά παρόλα αυτά θα το αγοράσω.

λίγο, κάπως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je me sens légèrement fatigué après cette promenade.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δεν μέθυσα! Απλώς είμαι λιγάκι ζαλισμένη.

αρκετά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κατά προτίμηση

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Theresa veut partir en vacances, de préférence dans un pays chaud.

κάπως, λίγο

(familier)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Έχω αρχίσει να βαριέμαι λίγο τα συνεχή παράπονα σου.

κάπως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αρκετά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Les pâtes étaient assez (or: plutôt) bonnes mais pas autant que ce à quoi je m'attendais.
Η μακαρονάδα ήταν αρκετά καλή, αλλά όχι όσο καλή περίμενα.

αρκετά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La maison était assez bien bâtie et ne s'est pas effondrée lors de la tempête.
Το σπίτι ήταν φτιαγμένο αρκετά καλά και δεν κατέρρευσε όταν χτύπησε η καταιγίδα.

αρκετά

adverbe (passablement)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
C'est assez (or: plutôt) intéressant, mais je ne veux toujours pas l'acheter.
Είναι αρκετά ενδιαφέρον, αλλά και πάλι δε θέλω να το αγοράσω.

αντί για

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je vais prendre du vin plutôt que de la bière avec mon dîner. Si tu as des problèmes à l'école, il faut en parler à ton instituteur plutôt que de te taire.

παρά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le film est un thriller plutôt qu'un film d'horreur.

αρκετά νέος

adjectif

αρκετά δύσκολος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Aïe, il était plutôt dur ce test !
Όπα, το τεστ ήταν αρκετά δύσκολο.

αργούτσικος

(personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μεγαλούτσικος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αρκετά απλά

adverbe

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Je vis plutôt simplement, je n'ai ni la télé, ni le lave-vaisselle.

αρκετά καλά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je crois que ça s'est plutôt bien passé. On a plutôt bien travaillé ensemble.
Δουλέψαμε αρκετά καλά μαζί.

αρκετά καλά

adverbe

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

αρκετά καλά

adverbe

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Elle a plutôt bien réussi à son dernier examen.

ή πιο συγκεκριμένα

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σχετικά νέος, σχετικά μικρός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il semble plutôt jeune pour postuler à ce poste.

αντί για

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je préfère les vieilles maisons plutôt que les modernes.
Προτιμώ τα παλιά σπίτια αντί για τα καινούρια.

με τίποτα, ούτε να το σκέφτεσαι

interjection (familier) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γλυκατζής, γλυκατζού

(familier)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Mon petit garçon a le bec sucré : il mangerait n'importe quelle sucrerie.
Ο μικρός μου γιος είναι πολύ γλυκατζής. Τρώει οτιδήποτε έχει ζάχαρη.

αντί για

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le matin, je bois du café plutôt que du thé.

χλιαρός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ο Φρεντ έγινε δεκτός με ένα χλιαρό καλωσόρισμα στη νέα του δουλειά.

αρκετά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αρκετά καλά

adverbe

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

αρκετά καλά

adverbe

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

αντί για κτ/κπκ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το καλοκαίρι αντί για παγωτό προτιμάει να τρώει παγωμένο γιαούρτι.

να με πάρει και να με σηκώσει

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Plutôt mourir que de te laisser prendre notre fils !

αρκετά σθεναρός, στιβαρός, στέρεος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ce type de bois est plutôt dur.

δίνω προτεραιότητα σε κτ/κπ έναντι κτ/κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μικρούλης, μικρούτσικος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καλά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il s'est plutôt bien débrouillé dans la vie. Aujourd'hui, il est médecin.
Δεν τα πήγε κι άσχημα στη ζωή του. Είναι πλέον γιατρός.

παρά

adverbe

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Je préfèrerais mourir plutôt que de la critiquer.

μοιάζω περισσότερο με κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le terrain est tout petit ; c'est plutôt (or: c'est plus) un jardin qu'une ferme.

παρά

adverbe

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Personnellement, je préfère manger de la pizza plutôt que du caviar ou des truffes.

δίνω προαγωγή σε κπ αντί για κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il a été triste d'apprendre que son patron avait promu John plutôt que lui.

διαλέγω κπ/κτ αντί για κπ/κτ άλλο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je ne comprends toujours pas pourquoi elle l'a choisi plutôt que moi.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του plutôt στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.