Τι σημαίνει το polling στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης polling στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του polling στο Αγγλικά.

Η λέξη polling στο Αγγλικά σημαίνει ψηφοφορία, εκλογικός, ψηφοφορία, έρευνα, ρωτάω, οι κάλπες, συμμετοχή, συγκεντρώνω, παραβάν, ημέρα εκλογών, εκλογικό τμήμα, εκλογικό κέντρο, παραβάν. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης polling

ψηφοφορία

noun (voting)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Polling in the election ends at 7 o'clock this evening.
Η ψηφοφορία για τις εκλογές λήγει απόψε στις 7 η ώρα.

εκλογικός

adjective (relating to a poll or vote)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The list of polling places is published in the paper.
Η λίστα των εκλογικών χώρων έχει δημοσιοποιηθεί στο έγγραφο.

ψηφοφορία

noun (vote, voting)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The outcome of the parliamentary poll was not what Ray was hoping for.
Το αποτέλεσμα της κοινοβουλευτικής ψηφοφορίας δεν ήταν αυτό που ήλπιζε ο Ρέι.

έρευνα

noun (survey of opinion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The poll reveals that sixty-three percent of the population believes footballers' salaries are too high.
Η έρευνα αποκαλύπτει πως εξήντα τρία τις εκατό του πληθυσμού πιστεύει ότι οι αμοιβές των ποδοσφαιριστών είναι υπερβολικά υψηλές.

ρωτάω

transitive verb (survey opinions) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The magazine polled one hundred people to find out what they thought about climate change.
Το περιοδικό έκανε δημοσκόπηση σε εκατό άτομα για να μάθει τις απόψεις τους για την κλιματική αλλαγή.

οι κάλπες

plural noun (voting in a election) (μεταφορικά, καθομ)

Voters are expected to show their dissatisfaction at the polls this Thursday.
Οι ψηφοφόροι αναμένεται να δείξουν τη δυσαρέσκειά τους στις κάλπες αυτήν την Πέμπτη.

συμμετοχή

noun (number of votes cast) (σε εκλογές, ψηφοφορία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The poll was down compared to last year.

συγκεντρώνω

transitive verb (receive votes) (ψήφους)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The Labour party candidate polled more votes than the Conservative candidate, so she won the election.

παραβάν

noun (UK (for voting) (εκλογικού κέντρου)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The man gave me a ballot paper and I entered the polling booth.

ημέρα εκλογών

noun (date of election voting)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Polling day is traditionally a Thursday for UK general elections.

εκλογικό τμήμα

noun (voting venue)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We went to our polling place to cast our ballots.

εκλογικό κέντρο

noun (voting venue)

On election day, I went to the polling station to vote.

παραβάν

noun (polling kiosk) (εκλογικού κέντρου)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Take your ballot to the voting booth.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του polling στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.