Τι σημαίνει το station στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης station στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του station στο Αγγλικά.

Η λέξη station στο Αγγλικά σημαίνει σταθμός, σταθμός, σταθμός, πόστο, τμήμα, τοποθετώ, κοινωνική θέση, σταθμός βάσης, τηλεοπτικός σταθμός, σταθμός λεωφορείων, βάση υποδοχής, βάση σύνδεσης, βενζινάδικο, πυροσβεστικός σταθμός, βενζινάδικο, υπάλληλος βενζινάδικου, αεροπορική βάση του ναυτικού, αστυνομικό τμήμα, εκλογικό κέντρο, εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, αντλιοστάσιο, ραδιοφωνικός σταθμός, σιδηροδρομικός σταθμός, σιδηροδρομικός σταθμός, ερευνητικός σταθμός, βενζινάδικο, Σταθμός Εξυπηρέτησης Αυτοκινητιστών, αγρόκτημα εκτροφής προβάτων, διαστημικός σταθμός, υπάλληλος βενζινάδικου, στάση της Οδού του Μαρτυρίου, στέισον βάγκον, τηλεοπτικός σταθμός, σταθμός ιχνηλάτησης, σιδηροδρομικός σταθμός, σταθμός των τρένων, στέισον βάγκον, σιδηροδρομικός σταθμός, μετεωρολογικός σταθμός, γραφείο, σταθμός εργασίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης station

σταθμός

noun (railroad, bus)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The bus leaves the station at five o'clock.
Το λεωφορείο φεύγει από τον σταθμό στις πέντε η ώρα.

σταθμός

noun (US (TV channel)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
You can now stream thousands of TV stations to your computer.
Πλέον, μπορείς να δεις ζωντανά χιλιάδες τηλεοπτικούς σταθμούς από τον υπολογιστή σου.

σταθμός

noun (radio station)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I like the new jazz station because it plays all my favourite music.
Μου αρέσει ο νέος σταθμός τζαζ γιατί παίζει την αγαπημένη μου μουσική.

πόστο

noun (post)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He was sent to a station overseas.

τμήμα

noun (informal (police building) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The police took the suspect to the station for questioning.
Η αστυνομία πήγε τον ύποπτο στο τμήμα για ανάκριση.

τοποθετώ

transitive verb (position, place) (καθορίζω θέση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The coach stationed his players around the practice field.
Ο προπονητής τοποθέτησε τους παίκτες του στο γήπεδο της προπόνησης.

κοινωνική θέση

noun (social position)

He was not very successful and his station was a lowly one.

σταθμός βάσης

(broadcasting)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

τηλεοπτικός σταθμός

noun (radio or television) (ανάλογα με το μέσο)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

σταθμός λεωφορείων

noun (coach terminal)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I arrrived at the bus station at 6 o'clock.

βάση υποδοχής, βάση σύνδεσης

noun (device: charger)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
My new alarm clock is also a docking station so I can wake up to music from my iPod.

βενζινάδικο

noun (petrol station, gas station)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We're low on fuel. We need to find a filling station.

πυροσβεστικός σταθμός

noun (place where fire engines are kept)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The girl scouts visited the fire station to learn about fire safety.
Οι προσκοπίνες επισκέφτηκαν τον πυροσβεστικό σταθμό για να ενημερωθούν για το θέμα της πυρασφάλειας.

βενζινάδικο

noun (sells gasoline for cars)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Where's the nearest gas station? I'm almost on empty. I stopped at a petrol station to buy petrol and check my tyre pressure.
Πού είναι το πλησιέστερο βενζινάδικο; Κοντεύω να ξεμείνω. Σταμάτησα σε ένα βενζινάδικο για να πάρω βενζίνη και να ελέγξω την πίεση των ελαστικών.

υπάλληλος βενζινάδικου

noun (person who works petrol pumps)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
I can't remember the last time I saw a petrol pump attendant in the UK.

αεροπορική βάση του ναυτικού

noun (military airbase for the navy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There are two F/A-18 Fighter Squadrons located at the Naval Air Station.

αστυνομικό τμήμα

noun (building where police are stationed)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I had to report to the police station with my driving licence.
Έπρεπε να παρουσιαστώ στο αστυνομικό τμήμα με το δίπλωμά μου.

εκλογικό κέντρο

noun (voting venue)

On election day, I went to the polling station to vote.

εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας

noun (factory where energy is generated)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In 1900 the town had its own power station to provide electricity for some businesses and homes.

αντλιοστάσιο

noun (where pumps are operated)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ραδιοφωνικός σταθμός

noun (channel that broadcasts radio)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σιδηροδρομικός σταθμός

noun (US (railway station, train stop)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σιδηροδρομικός σταθμός

noun (UK (train stop, railroad station)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Most railway stations in the UK now have ticket barriers.

ερευνητικός σταθμός

noun (place where science experiments are done)

βενζινάδικο

noun (gas station) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Σταθμός Εξυπηρέτησης Αυτοκινητιστών

noun (motorway rest-stop)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αγρόκτημα εκτροφής προβάτων

noun (AU, NZ (large sheep-raising property)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

διαστημικός σταθμός

noun (in outer space)

υπάλληλος βενζινάδικου

noun ([sb] who works a petrol pump)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

στάση της Οδού του Μαρτυρίου

noun (usually plural (Christianity: one of 14 images depicting sufferings of Jesus)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

στέισον βάγκον

noun (US (estate car)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Sport Utility Vehicle or SUV is the new name for station wagons.

τηλεοπτικός σταθμός

noun (TV station)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I can't stand the silly stuff they show on that television channel.

σταθμός ιχνηλάτησης

noun (base used to trace object in atmosphere or space)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The tracking station has reported enemy aircraft in the area.

σιδηροδρομικός σταθμός, σταθμός των τρένων

noun (railway stop)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
You must buy your ticket online or at the train station before you travel.

στέισον βάγκον

noun (US, informal (station wagon)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
We don't need a wagon now that the children are grown.
Δε χρειαζόμαστε το οικογενειακό αυτοκίνητο τώρα που μεγάλωσαν τα παιδιά.

σιδηροδρομικός σταθμός

noun (train station)

μετεωρολογικός σταθμός

noun (meteorological facility)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Weather stations are located throughout the state to verify weather conditions.

γραφείο

noun (office cubicle or desk)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Every workstation in the office has a computer and a telephone.

σταθμός εργασίας

noun (computer: allows access to network) (πληροφορική: σύνδεση σε δίκτυο)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
I remember when our company got its first workstation back in the late 1980's.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του station στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του station

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.