Τι σημαίνει το ponta στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ponta στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ponta στο πορτογαλικά.

Η λέξη ponta στο πορτογαλικά σημαίνει σύντομος, έκτακτος, δόντι, μικρός ρόλος, δεύτερος ρόλος, πουάντ, ίχνος, άκρη, αιχμή, μύτη, άκρο, λίγος, μύτη, άκρη, άκρη, γωνία, γωνία, offensive lineman, κεφαλή, κεφαλή, ίχνος, προεξοχή, μύτη, μύτη, δόντι, σύντομη εμφάνιση, έκτακτη εμφάνιση, προεξοχή, άκρη, αγκάθι, γόπα, άκρη, γωνία, βελονογραφία, ανάποδος, που τελειώνει, που λήγει, με... άκρη, στα νύχια, στα ακροδάχτυλα, με το κεφάλι μπροστά, με το κεφάλι, από το ένα άκρο στο άλλο, άμεσα διαθέσιμος, το έχω στην άκρη της γλώσσας μου, αιχμή, αιχμή του βέλους, ξεπούλημα, ακροπτερύγιο, φίλτρο, αποτσίγαρο, κατάστημα, μαγαζί, εμπορικό, γραφίδα, ώρα αιχμής, ακονισμένο ξύλο για σκάψιμο, ακροδάχτυλα, ψαλίδα, ακροφύσιο νερού, μια δόση ειρωνείας, που είναι η τελευταία λέξη του, ακριβός, διατηρώ φρούδες ελπίδες, κτ είναι χαμένος κόπος, κτ είναι άδικος κόπος, αναποδογυρίζω, είναι η κορυφή του παγόβουνου, υπερσύγχρονος, στο προσκήνιο, αποτσίγαρο, outlet, υψηλή τεχνολογία, βελονογραφία, που παρατηρείται σε ώρες αιχμής, περπατάω στα νύχια των ποδιών, από το ένα άκρο της χώρας ως το άλλο, ανάποδα, κατάστημα λιανικής, εκκρεμότητα, τελευταία λέξη, κάνω σύντομη εμφάνιση, κάνω ένα πέρασμα, δοκάρι, οδηγός, μύτη καρφίτσας, αιχμή καρφίτσας, υπό την απειλή όπλου, άκρη των δαχτύλων, αγγίζω με τα δάχτυλα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ponta

σύντομος, έκτακτος

substantivo feminino (artes, cinema)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δόντι

(μεταφορικά: πιρουνιού)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μικρός ρόλος

substantivo feminino (teatro, filme)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δεύτερος ρόλος

(numa peça teatral)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πουάντ

substantivo feminino (balé: na ponta do pé)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ίχνος

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A polícia tinha certeza de que Paula era culpada, mas não conseguia encontrar uma ponta de evidência contra ela.
Η αστυνομία ήταν σίγουρη πως η Πώλα ήταν ένοχη, αλλά δεν βρήκαν ίχνος στοιχείων εναντίον της.

άκρη, αιχμή

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Este lápis tem uma ponta afiada.
Αυτό το μολύβι έχει μυτερή μύτη.

μύτη

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A ponta do lápis estava afiada.
Η μύτη του μολυβιού ήταν αιχμηρή.

άκρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λίγος

substantivo feminino (figurado, pequena quantidade)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Há só uma ponta de esperança de que alguém ainda esteja vivo na mina.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μην απελπίζεσαι, όσο υπάρχει αχτίδα ελπίδας θα συνεχίσουν τις έρευνες.

μύτη, άκρη

substantivo feminino (μεταφορικά: κάλυμμα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Os sapatos de salto alto dela tinham pontas de borracha.
Τα ψηλοτάκουνα παπούτσια της είχαν μύτη από καουτσούκ.

άκρη

(extremidade, fim)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ela está na ponta do cais.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Είναι στην άκρη της προκυμαίας.

γωνία

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Minha parte favorita do pão é a ponta.
Το αγαπημένο μου μέρος της φραντζόλας είναι η γωνία.

γωνία

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ken sempre comia a ponta do pão porque gostava de mastigar a crosta dura.
Ο Κεν πάντα έτρωγε τη γωνία του ψωμιού επειδή του άρεσε να μασάει τη σκληρή κόρα.

offensive lineman

substantivo masculino (futebol americano: jogador)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ele foi o melhor ponta ofensivo da história do time.
Ήταν ο καλύτερος offensive lineman στην ιστορία της ομάδας.

κεφαλή

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A ponta do osso se encaixa no suporte.

κεφαλή

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A haste da flecha era feita de freixo, e a ponta de metal.

ίχνος

substantivo feminino (figurado)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Antes de percebermos que o João tinha mentido no CV, não havia uma ponta de suspeita sobre as suas habilidades.

προεξοχή

(pequena coisa que se projeta)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O rabo do cachorro foi cortado, restando só um toco.

μύτη

substantivo feminino (de caneta) (άκρη στυλού ή πένας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μύτη

substantivo feminino (calçado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A biqueira do sapato era pontuda.
Η άκρη του παπουτσιού ήταν μυτερή.

δόντι

(dente do garfo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Τα περισσότερα πιρούνια έχουν τέσσερα δόντια, αλλά μερικά έχουν μόνο τρία.

σύντομη εμφάνιση, έκτακτη εμφάνιση

(ator: breve aparição) (ηθοποιού)

προεξοχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άκρη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Você deve posicionar a extremidade da tábua contra a parede.
Τοποθέτησε την άκρη της σανίδας στον τοίχο.

αγκάθι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γόπα

(BRA, informal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
James terminou seu cigarro e colocou a bituca no cinzeiro.

άκρη, γωνία

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O pão fora todo comido, exceto pelas extremidades.

βελονογραφία

substantivo feminino (técnica de gravura) (τεχνική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ανάποδος

(informal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ο πίνακας στον τοίχο είναι ανάποδος.

που τελειώνει, που λήγει

(σε κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με... άκρη

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στα νύχια, στα ακροδάχτυλα

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Ela andou na ponta dos pés pela cozinha para não acordar ninguém.

με το κεφάλι μπροστά

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

με το κεφάλι

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

από το ένα άκρο στο άλλο

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

άμεσα διαθέσιμος

το έχω στην άκρη της γλώσσας μου

expressão (não conseguir se lembrar de algo) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αιχμή

(δόρατος ή λόγχης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αιχμή του βέλους

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεπούλημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ακροπτερύγιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φίλτρο, αποτσίγαρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Το πάτωμα του μπαρ ήταν σκεπασμένο με γόπες πεταμένες από τους πελάτες.

κατάστημα, μαγαζί, εμπορικό

(loja)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γραφίδα

(ponta de uma lapiseira) (μολυβιού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ώρα αιχμής

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
As ruas da cidade ficam um caos durante o horário de pico.
Οι δρόμοι της πόλης είναι χάος την ώρα αιχμής.

ακονισμένο ξύλο για σκάψιμο

(ferramenta)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ακροδάχτυλα

(μόνο πληθυντικός)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

ψαλίδα

(ponta quebrada do cabelo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ακροφύσιο νερού

(extremidade de uma mangueira para direcionar a água)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μια δόση ειρωνείας

expressão

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

που είναι η τελευταία λέξη του

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Esse motor de hidrogênio inovador vai revolucionar a indústria automotiva.
Αυτός ο προηγμένος κινητήρας υδρογόνου θα φέρει την επανάσταση στην αυτοκινητοβιομηχανία.

ακριβός

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διατηρώ φρούδες ελπίδες

locução verbal (figurado, informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κτ είναι χαμένος κόπος, κτ είναι άδικος κόπος

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ο αγώνας του συνδικάτου είναι άδικος κόπος. Η διοίκηση θα αναθέσει τη δουλειά τους σε εξωτερικούς συνεργάτες.

αναποδογυρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

είναι η κορυφή του παγόβουνου

(pequena parte do problema)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υπερσύγχρονος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nossa TV nova usa tecnologia de última geração para oferecer a melhor imagem e som.
Η καινούρια μας τηλεόραση χρησιμοποιεί υπερσύγχρονη τεχνολογία για να παράσχει την καλύτερη εικόνα και τον καλύτερο ήχο.

στο προσκήνιο

locução adverbial (figurado, mais moderno) (μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αποτσίγαρο

(coloquial)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Muitos fumantes jogam a guimba do cigarro na rua.
Πολλοί καπνιστές πετούν τις γόπες τους στην άκρη του δρόμου.

outlet

(compra)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Você deveria comprar em pontas de estoque. As roupas são mais baratas lá.
Να ψωνίζεις στα καταστήματα outlet. Τα ρούχα είναι πιο φτηνά εκεί.

υψηλή τεχνολογία

(tecnologia avançada)

βελονογραφία

expressão

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

που παρατηρείται σε ώρες αιχμής

(BRA)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Stan saiu do trabalho mais cedo para evitar o trânsito da hora do rush.
Έφυγε νωρίς από τη δουλειά, για να αποφύγει την κίνηση που παρατηρείται σε ώρες αιχμής.

περπατάω στα νύχια των ποδιών

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

από το ένα άκρο της χώρας ως το άλλο

(percorrendo o país)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανάποδα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Você sabia que pendurou esse quadro de cabeça para baixo?
Το ήξερες ότι έχεις κρεμάσει αυτόν τον πίνακα ανάποδα;

κατάστημα λιανικής

(loja de varejo)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Empresas modernas de roupas têm pontas de estoque em muitos países.
Οι σύγχρονες εταιρείες ένδυσης έχουν καταστήματα λιανικής σε πολλές χώρες.

εκκρεμότητα

(figurado, detalhe)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Οι διευθυντές της εταιρείας έπρεπε να διευθετήσουν ακόμα μία εκκρεμότητα, προτού ανακοινώσουν τη συγχώνευση.

τελευταία λέξη

locução adjetiva (figurado) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κάνω σύντομη εμφάνιση, κάνω ένα πέρασμα

locução verbal (ator)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δοκάρι

expressão (εγκάρσιο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

οδηγός

substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Você tem que colocar a ponta da fita no buraco para carregar o filme.
Πρέπει να περάσεις τον οδηγό από την τρύπα για να φορτώσει το φιλμ.

μύτη καρφίτσας, αιχμή καρφίτσας

substantivo feminino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπό την απειλή όπλου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

άκρη των δαχτύλων

substantivo feminino (για το πόδι)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αγγίζω με τα δάχτυλα

verbo transitivo (κατά λέξη: των ποδιών)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Os corredores estavam em fila, tocando a linha de partida com a ponta dos pés.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ponta στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.