Τι σημαίνει το preocupar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης preocupar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του preocupar στο πορτογαλικά.
Η λέξη preocupar στο πορτογαλικά σημαίνει απασχολώ, απασχολώ, ανησυχώ, απορροφώμαι, ανησυχώ, προβληματίζω, βασανίζω, προβληματίζομαι, φορτώνω, απασχολώ, αφορώ, αναστατώνω, ταράζω, ανησυχώ, ανησυχώ για κτ/κπ, ανησυχώ, μπαίνω στον κόπο, κάνω τον κόπο, ανησυχώ, ανησυχώ, μπαίνω στον κόπο, κάνω τον κόπο, χωρίς να υπολογίζω κτ, χωρίς να σκέφτομαι κτ, δεν έχω έννοιες, δεν έχω έγνοιες, ανησυχώ για κτ/κπ, φορτώνομαι, επιβαρύνομαι, ανησυχώ για κτ, με λούζει κρύος ιδρώτας όταν σκέφτομαι κτ, διαφωνώ ελαφρώς, σκάω για κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης preocupar
απασχολώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απασχολώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανησυχώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Não quero preocupar você, mas ele não vai passar no curso. Δεν θέλω να σε ανησυχήσω, αλλά δεν θα περάσει το μάθημα. |
απορροφώμαιverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ανησυχώ, προβληματίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Preocupo-me muito com a saúde dele. Η υγεία του με ανησυχεί (or: προβληματίζει). |
βασανίζωverbo transitivo (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A ideia de meu compromisso se aproximando preocupou minha mente. O estresse dos seus problemas financeiros está preocupando Carl. Η σκέψη του επερχόμενου ραντεβού μου μου βασάνιζε το μυαλό. Το άγχος των οικονομικών ανησυχιών βασάνιζε τον Καρλ. |
προβληματίζομαιverbo transitivo (με κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ela estava preocupada com os hábitos de consumo dele. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Εδώ και πολλά χρόνια με βασανίζει το θέμα του εγγονού μου - είναι μπλεγμένος με ναρκωτικά. |
φορτώνω(figurado) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eu nunca te conto os meus problemas porque não quero te preocupar. Δε σου λέω ποτέ τις ανησυχίες μου γιατί δε θέλω να σε επιβαρύνω. |
απασχολώ, αφορώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Essa é uma questão que afeta a todo o mundo. Αυτό είναι ένα ζήτημα που απασχολεί τους πάντες. |
αναστατώνω, ταράζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανησυχώverbo pronominal/reflexivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Eu sei que ele tem dezoito anos, mas ainda me preocupo quando ele sai sozinho. Estamos seguros, por favor, não se preocupe. Ξέρω ότι είναι δεκαοχτώ, αλλά ακόμα ανησυχώ όταν βγαίνει μόνος του. Είμαστε ασφαλής, μην ανησυχείς σε παρακαλώ. |
ανησυχώ για κτ/κπverbo pronominal/reflexivo Estamos preocupados com sua performance. Eu estou me preocupando com o crescimento do desemprego no país. Ανησυχούμε για την απόδοση σου. Ανησυχώ για την αύξηση της ανεργίας στη χώρα. |
ανησυχώverbo pronominal/reflexivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Θα σου το αγοράσω, οπότε μην ανησυχείς για το κόστος. |
μπαίνω στον κόπο, κάνω τον κόπο(να κάνω κάτι) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ele nem se preocupou em responder ao e-mail. Δεν μπήκε στον κόπο να απαντήσει στο email. |
ανησυχώverbo pronominal/reflexivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Está tudo bem, eu vou fazer isso, não se preocupe. |
ανησυχώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μπαίνω στον κόπο, κάνω τον κόπο(να κάνω κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ela nem se incomodou em me contar o que aconteceu. |
χωρίς να υπολογίζω κτ, χωρίς να σκέφτομαι κτexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεν έχω έννοιες, δεν έχω έγνοιες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανησυχώ για κτ/κπ
|
φορτώνομαι, επιβαρύνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Μην επιβαρύνεσαι με τα ασήμαντα προβλήματά μου. |
ανησυχώ για κτverbo pronominal/reflexivo Καλύτερα να μην ανησυχείς για πράγματα που δεν μπορείς να αλλάξεις. |
με λούζει κρύος ιδρώτας όταν σκέφτομαι κτexpressão (μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διαφωνώ ελαφρώς
|
σκάω για κτ(καθομιλουμένη, μεταφορικά) Não se preocupe com coisa pequena. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του preocupar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του preocupar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.