Τι σημαίνει το pressionar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pressionar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pressionar στο πορτογαλικά.

Η λέξη pressionar στο πορτογαλικά σημαίνει σπρώχνω, πιέζω, πιέζω, πιέζω, πιέζω, πιέζω, πιέζω, σφίγγω, πιέζω, πιέζω, ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ, πιέζω, ζαλίζω, πρήζω, προωθώ, ασκώ πίεση, πιέζω, καταπιέζω, πιέζω, ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ, ασκώ πίεση σε κπ, αναγκάζω κπ να κάνει κτ, εξαναγκάζω κπ να κάνει κτ, πιέζω, πιέζω, πιέζω, πιέζω, πιέζω, πατάω, πατώ, πατάω, ωθώ, πιέζω, σπρώχνω, ζουλώ, εξαναγκάζω, εξαναγκάζω, πατάω, πατώ, ασκώ πίεση, πιέζω, ακουμπώ το δάχτυλο μου, βάζω το δάχτυλο μου, πιέζω, μαλάσσω, ασκώ πίεση, πιέζω, πιέζω, σπρώχνω κτ προς τα επάνω, ανεβάζω το ποσό της πλειοδοσίας, ζητώ κτ επιτακτικά, απαιτώ κτ επιτακτικά, εκθέτω σε υπερβολική πίεση, υποβάλλω σε υπερβολική πίεση, ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ, πιέζω, πιέζω υπερβολικά, πατάω shift. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pressionar

σπρώχνω

(empurrar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele pressionou a mesa para movê-la.
Έσπρωξε το τραπέζι για να το κάνει να κινηθεί.

πιέζω

verbo transitivo (κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gabrielle pressionou a assistente dela para terminar de endereçar os envelopes.

πιέζω

verbo transitivo (assediar) (κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O cobrador de dívidas pressiona os devedores a pagarem, ligando todas as horas do dia.
Ο εισπράκτορας πιέζει του οφειλέτες να πληρώσουν τηλεφωνώντας οποιαδήποτε ώρα της ημέρας.

πιέζω

(insistir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando a testemunha se esquivou da questão, o procurador pressionou por uma resposta.
Όταν απέφυγε να απαντήσει ο μάρτυρας, ο ανακριτής επέμεινε να πάρει απάντηση.

πιέζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vou te contar quando estiver pronto; não me pressione.

πιέζω

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele pressionou o tribunal por uma decisão.

πιέζω

verbo transitivo (apressar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O tempo está acabando, vou ter de pressionar você por uma resposta.

σφίγγω

verbo transitivo (abraçar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele pressionou a amante contra seu peito.

πιέζω

verbo transitivo (tecla)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele apertou a tecla "delete".
Πίεσε το πλήκτρο του υπολογιστή.

πιέζω

verbo transitivo (botão)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele apertou o botão para tocar a campainha.
Πίεσε το κουμπί για να χτυπήσει το κουδούνι.

ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Σπρώξε την επέκταση του τραπεζιού για να τη διπλώσεις.

πιέζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ζαλίζω, πρήζω

(μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προωθώ, ασκώ πίεση

(criar pressão em favor de)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πιέζω, καταπιέζω

(fazer alguém sentir claustrofóbico)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πιέζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ

(exercer pressão contra)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ασκώ πίεση σε κπ

(πολιτική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A empresa pressionou por seus interesses na legislação.
Η εταιρεία άσκησε πίεση στο νομοθετικό σώμα για τη διασφάλιση των συμφερόντων της.

αναγκάζω κπ να κάνει κτ, εξαναγκάζω κπ να κάνει κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πιέζω

(κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Τζέφρυ πίεσε τη γυναίκα του να γίνει μητέρα ενώ δεν ήταν έτοιμη.

πιέζω

(κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πιέζω

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πιέζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πιέζω, πατάω, πατώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πατάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Para parar o carro, coloque seu pé no acelerador e aperte.
Για να σταματήσεις το αυτοκίνητο, βάλε το πόδι σου στο φρένο και πάτα το.

ωθώ, πιέζω, σπρώχνω, ζουλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A campainha da porta está quebrada. Você tem que apertar com força para fazer funcionar.
Το κουδούνι είναι χαλασμένο και πρέπει να πιέσεις έντονα, για να το κάνεις να δουλέψει.

εξαναγκάζω

(figurado) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξαναγκάζω

(figurado, a fazer algo) (κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πατάω, πατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ασκώ πίεση, πιέζω

(aplicar força em)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ακουμπώ το δάχτυλο μου, βάζω το δάχτυλο μου

(tocar ou pressionar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Αν βάλεις το δάχτυλό σου στη μύτη του σκύλου μπορεί να σε δαγκώσει.

πιέζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aperte o botão para ligar o liquidificador.
Πατήστε το κουμπί για να ξεκινήσει το μπλέντερ.

μαλάσσω

verbo transitivo (apertar firmemente)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você se importa em massagear meus músculos que estão doendo?
Θα σε πείραζε να μαλάξεις τους πονεμένους μου μυς;

ασκώ πίεση, πιέζω

(compelir, forçar) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πιέζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σπρώχνω κτ προς τα επάνω

(impulsionar ou pressionar para cima)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανεβάζω το ποσό της πλειοδοσίας

(forçar a quantidade de ofertas a subir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Δυο ανταγωνιζόμενοι ιδιωτικοί συλλέκτες ανέβασαν το ποσό της πλειοδοσίας σε γελοία επίπεδα.

ζητώ κτ επιτακτικά, απαιτώ κτ επιτακτικά

(pedir ou requerer com urgência)

εκθέτω σε υπερβολική πίεση, υποβάλλω σε υπερβολική πίεση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pressione a alavanca para baixo para pôr a bomba em funcionamento
Σπρώξε τον μοχλό για να ξεκινήσει η αντλία να δουλεύει.

πιέζω

expressão verbal (μεταφορικά: απειλώντας ή εκφοβίζοντας)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πιέζω υπερβολικά

(μεταφορικά)

πατάω shift

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pressione a tecla shift quando quiser digitar letra maiúscula.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pressionar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.