Τι σημαίνει το prestar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης prestar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του prestar στο πορτογαλικά.

Η λέξη prestar στο πορτογαλικά σημαίνει παρέχω, υποβάλλω, καταθέτω, χρησιμεύω, βοηθώ, δίνω προσοχή, προσέχω, ακούω, αποτίω φόρο τιμής, αποτίω φόρο τιμής, ακούω, κατεβάζω τους διακόπτες, δεν ακούω, κάνω, ορκίζομαι, προστρέχω σε βοήθεια, ακούω/παρακολουθώ προσεκτικά, αποτίω φόρο τιμής, αποτίω φόρο τιμής σε κπ/κτ, προσέχω, προσέχω, κρέμομαι από τα χείλη κπ, έχω το νου μου, ακούω, υπακούω, προσέχω, κρατάω τα αφτιά μου τεντωμένα, παίρνω εντολές από κπ, τιμώ, δίνω προσοχή, δίνω βάση, αγνοώ, προσέχω, προσέχω, προσέχω, προσέχω, ακούω, προσέχω, αιτιολογώ, δικαιολογώ, άχρηστος, άσχετος, έχω κτ στο νου μου, έχω κτ στο μυαλό μου, έχω το νου μου, κρατάω λογαριασμό για κτ, κρατώ λογαριασμό για κτ, προσοχή σε. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης prestar

παρέχω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Marilyn prestou um relato dos eventos que levaram ao assalto.
Η Μέριλιν παρείχε μια περιγραφή των γεγονότων που οδήγησαν στη ληστεία.

υποβάλλω, καταθέτω

verbo transitivo (jurid, queixa) (επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O trabalhador prestou uma queixa contra sua empresa.

χρησιμεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βοηθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No fim, nenhuma dessas medidas desesperadas serviu para ele.
Στο τέλος, κανένα από αυτά τα απελπισμένα μέτρα δεν τον ωφέλησαν.

δίνω προσοχή, προσέχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ακούω

(arcaico, literário)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποτίω φόρο τιμής

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποτίω φόρο τιμής

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ακούω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Escute os conselhos da sua mãe.
Σε παρακαλώ, άκουσέ με προσεκτικά.

κατεβάζω τους διακόπτες, δεν ακούω

(καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω

verbo pronominal/reflexivo (formal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Acredito que você não vai mais se prestar a tal comportamento infantil.

ορκίζομαι

expressão (compromisso, promessa)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προστρέχω σε βοήθεια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Οι τραυματιοφορείς θα προστρέξουν σε βοήθεια οποιουδήποτε τραυματισμένου. Ο Ερυθρός Σταυρός προσέτρεξε στη βοήθεια χιλιάδων τραυματισμένων και αστέγων μετά τον σεισμό.

ακούω/παρακολουθώ προσεκτικά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποτίω φόρο τιμής

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποτίω φόρο τιμής σε κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Todos prestaram homenagem a bravura dos bombeiros ao resgatarem a criança.
Όλοι απέτισαν τιμή στη γενναιότητα του πυροσβέστη να σώσει το παιδί.

προσέχω

(dar atenção especial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσέχω

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κρέμομαι από τα χείλη κπ

(για τον ομιλητή, όχι τα λεγόμενα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O discurso foi tão interessante que o público estava prestando atenção a cada palavra. Ela o idolatra, e presta atenção a tudo que ele fala.
Η ομιλία ήταν τόσο ενδιαφέρουσα που το ακροατήριο κρεμόταν απ' τα χείλη του ομιλητή. Τον θεοποιεί και κρέμεται απ' τα χείλη του.

έχω το νου μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ao dirigir no inverno, você tem que ter cuidado com poças de gelo.
Όταν οδηγείς τον χειμώνα πρέπει να προσέχεις τις παγωμένες επιφάνειες.

ακούω, υπακούω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pam prestou atenção no aviso de tempestade e foi para o abrigo.
Η Παμ ακολούθησε την προειδοποίηση για την καταιγίδα και πήγε στο καταφύγιο.

προσέχω

expressão verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Preste atenção! Não fique lendo quando estou falando com você!
Πρόσεχε! Μην συνεχίζεις το διάβασμα όταν σου μιλάω!

κρατάω τα αφτιά μου τεντωμένα

(μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίρνω εντολές από κπ

(ser responsável perante um superior)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τιμώ

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δίνω προσοχή, δίνω βάση

expressão verbal (σε κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Por favor preste atenção a estas informações importantes.
Σε παρακαλώ δώσε προσοχή σε αυτή τη σημαντική πληροφορία.

αγνοώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσέχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσέχω

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Preste muita atenção a cada palavra que ele disser.
Δώσε βάση σε κάθε του λέξη.

προσέχω

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele disse para os alunos prestarem muita atenção às suas instruções enquanto ele conduzia o experimento.

προσέχω, ακούω

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Preste atenção a mim quando estou tentando lhe dizer uma coisa importante.
Άκουγέ με όταν προσπαθώ να σου πω κάτι σημαντικό.

προσέχω

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Preste atenção onde você anda; o chão está molhado.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Να προσέχεις τους τρόπους σου όταν πας στο δείπνο.

αιτιολογώ, δικαιολογώ

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pediram que prestássemos conta de nossas ações.
Μας ζητήθηκε να δώσουμε εξηγήσεις για τις πράξεις μας.

άχρηστος, άσχετος

(pessoa: incompetente, inútil) (σε κάτι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sou ruim no futebol americano, e John é ruim no xadrez.

έχω κτ στο νου μου, έχω κτ στο μυαλό μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω το νου μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Por favor, preste atenção quando estiver atravessando a estrada.
Σε παρακαλώ πρόσεχε (or: έχε το νου σου) όταν περνάς το δρόμο.

κρατάω λογαριασμό για κτ, κρατώ λογαριασμό για κτ

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ele podia prestar conta de cada centavo que gastou.

προσοχή σε

locução verbal

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Preste atenção nos degraus escorregadios.
Πρόσεξε τα σκαλοπάτια, γιατί γλιστράνε.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του prestar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.