Τι σημαίνει το conta στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης conta στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του conta στο πορτογαλικά.

Η λέξη conta στο πορτογαλικά σημαίνει λογαριασμός, λογαριασμός, λογαριασμός, λογαριασμός, λογαριασμός, καταμέτρηση, λογαριασμός, λογαριασμός, λογαριασμός, δουλειά, θέμα, λογαριασμός, λογαριασμός, λογαριασμός, νούμερο, εξηγώ, κρατάω λογαριασμό για κτ, κρατώ λογαριασμό για κτ, υπερβολικός, υπέρμετρος, σταγονόμετρο, σταγονόμετρο, γουρουνάκι, πιπέτα, ορός, ξεπερνώ τα όρια, παρακολουθώ, κατασκοπεύω, λαμβάνοντας υπόψη, εξάρτημα στάγδην τροφοδοσίας, παραβλέπω, αγνοώ, μόνος, ελεύθερος επαγγελματίας, παριστάνω ότι κάνω κτ, τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα, προσποιούμαι, υποκρίνομαι, κοιτάω, κάνω, μονοπωλώ, προσέχω, φροντίζω, ανακαλύπτω, επομένως, με έξοδα του, με δική σας ευθύνη, κερασμένος, τούτου λεχθέντος, έχοντας υπόψη, έχοντας κατά νου, με δεδομένο ότι, με δεδομένο ότι, δεδομένου ότι, τελικά, πριν να το καταλάβεις, πριν καλά καλά το καταλάβεις, να μη σε νοιάζει, κοίτα τη δουλειά σου, δεν σε αφορά, λογαριασμός εξόδων, τραπεζικός λογαριασμός, τρεχούμενος λογαριασμός, τρεχούμενος λογαριασμός, ιδιωτικό γραφείο, κοινός τραπεζικός λογαριασμός, κοινός λογαριασμός, δεν είναι δουλειά κάποιου, τρεχούμενος λογαριασμός, µεταβατικός λογαριασµός, καταγραφή αριθμού ατόμων, πάγια εντολή, εταιρικός λογαριασμός, λογαριασμός τηλεφώνου, εμπορικός λογαριασμός, το να προσέχω το σπίτι κπ ενόσω λείπει, παίζω κπ, ευέλικτος λογαριασμός δαπανών, δεδομένου, αντιλαμβάνομαι, λαμβάνω υπόψη, λαμβάνω υπόψη μου, υπερβάλλω, έχω τραπεζικό λογαριασμό, τα φέρνω βόλτα, τα βγάζω πέρα, ανοίγω λογαριασμό, πληρώνω τον λογαριασμό, προσέχω, ζητάω τον λογαριασμό, μοιράζομαι το κόστος, τα καταφέρνω, φέρνω κτ εις πέρας, είμαι κατάλληλος, πληρώνω το λογαριασμό, κάνω κάτι μόνος μου, κυριεύω, καταλαμβάνω, καταβάλω, προκαλώ υπερπροσφορά, διαπιστώνω, συνειδητοποιώ, καταλαβαίνω, προσέχω το σπίτι κπ ενόσω λείπει, φροντίζω, προσέχω, παριστάνω, προσποιούμαι, καμώνομαι, λαμβάνω υπόψη, μόνος μου, Τι χαμπάρια;, μόνος μου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης conta

λογαριασμός

substantivo feminino (τραπεζικός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ele retirou metade do dinheiro de sua conta.
Απέσυρε τα μισά του χρήματα από τον λογαριασμό του.

λογαριασμός

substantivo feminino (crédito)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ela debitou os sapatos na sua conta.
Χρέωσε τα παπούτσια στον λογαριασμό της.

λογαριασμός

substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Você tem uma conta no WordReference?
Έχεις λογαριασμό στο WordReference;

λογαριασμός

substantivo feminino (clientes) (πελάτης)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A firma acabou de ganhar duas novas contas.

λογαριασμός

substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Eu tenho ações e uma conta na Bolsa de Valores de Nova York.

καταμέτρηση

(de contas) (διαδικασία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A conta estava certa e parecia que mais pessoas votaram sim do que não.
Η καταμέτρηση είχε ολοκληρωθεί και φαινόταν ότι περισσότεροι είχαν ψηφίσει ναι παρά όχι.

λογαριασμός

substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ontem, recebi pelo correio a conta de luz.
Χθες, έλαβα, ταχυδρομικώς, τον λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος.

λογαριασμός

substantivo feminino (bancária) (επιχείρησης)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

λογαριασμός

substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Garçom, você me traz a conta, por favor?
Σερβιτόρε, θα μπορούσες σε παρακαλώ να μου φέρεις τον λογαριασμό;

δουλειά

substantivo feminino (μτφ, ανεπίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Isso não é da sua conta.
Αυτό δεν είναι δικό σου θέμα.

θέμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Lamento, mas isso não é da sua conta.
Συγγνώμη, αλλά αυτό δεν είναι δική σου υπόθεση. Το κύριο μέλημα της κυβέρνησης είναι η διατήρηση της τάξης.

λογαριασμός

substantivo feminino (conta de restaurante)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O grupo de amigos dividiu a conta no fim da noite.

λογαριασμός

substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

λογαριασμός

substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Os comensais pediram a conta.
Οι πελάτες του εστιατορίου ζήτησαν τον λογαριασμό.

νούμερο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Vamos rever esses cálculos e tentar equilibrar o orçamento.
Ας ξανακοιτάξουμε αυτά τα νούμερα και ας προσπαθήσουμε να ισοσκελίσουμε τον προϋπολογισμό.

εξηγώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Como você justifica o fato de que ninguém confirma seu álibi para aquela noite?
Πώς εξηγείς το γεγονός ότι κανείς δεν μπορεί να επιβεβαιώσει το άλλοθί σου για χτες το βράδυ;

κρατάω λογαριασμό για κτ, κρατώ λογαριασμό για κτ

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ele podia prestar conta de cada centavo que gastou.

υπερβολικός, υπέρμετρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Café demais me deixa irrequieto.
Ο υπερβολικός καφές με κάνει νευρικό.

σταγονόμετρο

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σταγονόμετρο

substantivo masculino (para olhos)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γουρουνάκι

substantivo masculino (μτφ: είδος εντόμου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πιπέτα

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ορός

substantivo masculino invariável

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ξεπερνώ τα όρια

παρακολουθώ, κατασκοπεύω

(manter em vigilância)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λαμβάνοντας υπόψη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mesmo considerando o clima ruim, o número de visitantes no parque tem sido muito baixo.

εξάρτημα στάγδην τροφοδοσίας

substantivo masculino invariável

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

παραβλέπω, αγνοώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A empresa subestimou a importância de um logo marcante.
Η εταιρεία παρέβλεψε τη σημασία ενός λογοτύπου που μένει εύκολα στη μνήμη.

μόνος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
George está sozinho desde que sua mulher morreu.
Ο Τζορτζ είναι μόνος από τότε που πέθανε η γυναίκα του.

ελεύθερος επαγγελματίας

(informal, BRA)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
Eu costumava trabalhar para uma grande empresa, mas agora eu sou autônomo.
Παλιά εργαζόμουν για μια μεγάλη εταιρεία αλλά τώρα είμαι ελεύθερος επαγγελματίας.

παριστάνω ότι κάνω κτ

(imaginar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Veronica fingia que dava bolo para as bonecas dela.
Η Βερόνικα παρίστανε ότι τάιζε τούρτα στις κούκλες της.

τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Você consegue manusear todos os pratos ou devo ajudar você?
Μπορείς να τα καταφέρεις (or: να τα βγάλεις πέρα) με όλα τα πιάτα, ή να σε βοηθήσω;

προσποιούμαι, υποκρίνομαι

(ότι/πως δεν)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela fingiu que não o ouviu quando ele disse que a amava.
Καμώθηκε ότι δεν τον άκουσε όταν της είπε ότι την αγαπά.

κοιτάω, κάνω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cuide do seu próprio comportamento e não diga aos outros o que fazer.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Κοίτα (or: Ασχολήσου με) τη δουλειά σου και μη σε νοιάζει τι κάνουν οι άλλοι.

μονοπωλώ

(atitude numa conversa) (μεταφορικά: συζήτηση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kate não foi convidada porque ela sempre monopoliza a conversa e a torna sobre ela.
Η Κέιτ δεν προσεκλήθη γιατί πάντα μονοπωλεί τη συζήτηση και μιλά για τον εαυτό της.

προσέχω, φροντίζω

(φροντίζω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Minha irmã cuida das crianças para mim enquanto eu trabalho.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Έχε το νου σου στα παιδιά όσο θα λείπω.

ανακαλύπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen descobriu a mentira do marido dela quando pegou o marido dormindo no parque em vez de no trabalho.

επομένως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

με έξοδα του

locução prepositiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O corpo docente pode participar da conferência por conta da universidade.

με δική σας ευθύνη

expressão

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

κερασμένος

(από το μαγαζί)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

τούτου λεχθέντος

(tendo dito isso, contudo) (επίσημο, λόγιος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχοντας υπόψη, έχοντας κατά νου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με δεδομένο ότι

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με δεδομένο ότι, δεδομένου ότι

locução conjuntiva

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tendo em conta que você realmente não estava ouvindo, vejo o porquê de não entender.
Δεδομένου ότι δεν πρόσεχες και πολύ, μπορώ να αντιληφθώ γιατί δεν καταλαβαίνεις.

τελικά

expressão

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πριν να το καταλάβεις, πριν καλά καλά το καταλάβεις

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

να μη σε νοιάζει, κοίτα τη δουλειά σου, δεν σε αφορά

interjeição (informal) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λογαριασμός εξόδων

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

τραπεζικός λογαριασμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Um cartão de débito tira dinheiro diretamente da sua conta bancária.
Οι χρεωστικές κάρτες τραβούν χρήματα κατευθείαν από τον τραπεζικό σου λογαριασμό.

τρεχούμενος λογαριασμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τρεχούμενος λογαριασμός

substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ιδιωτικό γραφείο

κοινός τραπεζικός λογαριασμός, κοινός λογαριασμός

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

δεν είναι δουλειά κάποιου

expressão (informal) (ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Το τι κάνω στον ελεύθερό μου χρόνο δε σε αφορά.

τρεχούμενος λογαριασμός

substantivo feminino

µεταβατικός λογαριασµός

substantivo feminino (registro temporário)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καταγραφή αριθμού ατόμων

(cálculo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πάγια εντολή

(pagamento bancário direto e regular)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εταιρικός λογαριασμός

λογαριασμός τηλεφώνου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εμπορικός λογαριασμός

(de banco)

το να προσέχω το σπίτι κπ ενόσω λείπει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίζω κπ

substantivo masculino

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
«Ας παίξουμε τους αστροναύτες», είπε όλο χαρά το κοριτσάκι.

ευέλικτος λογαριασμός δαπανών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεδομένου

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Em vista da previsão do tempo, talvez devêssemos adiar o piquenique.
Δεδομένου του δελτίου καιρού ίσως θα ήταν καλύτερα να αναβάλουμε το πικ νικ.

αντιλαμβάνομαι

(κπ που κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λαμβάνω υπόψη, λαμβάνω υπόψη μου

expressão (considerar)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υπερβάλλω

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έχω τραπεζικό λογαριασμό

locução verbal (conta bancária)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τα φέρνω βόλτα, τα βγάζω πέρα

(ter dinheiro para cobrir as despesas) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Na crise econômica atual, muitas famílias estão tendo dificuldades para se virarem. Eu não consigo me virar com o que você me paga.
Στην παρούσα οικονομική κρίση για πολλές οικογένειες δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα. Δεν μπορώ να τα φέρω βόλτα με τα χρήματα που μου δίνεις.

ανοίγω λογαριασμό

locução verbal (com banco, etc.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πληρώνω τον λογαριασμό

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ρώτησα το σερβιτόρο αν μπορούσα να πληρώσω το λογαριασμό.

προσέχω

(dar atenção especial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ζητάω τον λογαριασμό

(restaurante: pedir a conta)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μοιράζομαι το κόστος

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τα καταφέρνω

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φέρνω κτ εις πέρας

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι κατάλληλος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

πληρώνω το λογαριασμό

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω κάτι μόνος μου

(embarcar em algo sozinho)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κυριεύω, καταλαμβάνω, καταβάλω

expressão verbal (μτφ: αρνητικό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A tristeza tomou conta de Henry e ele caiu no choro.
Η λύπη κατέβαλε τον Χένρυ και ξέσπασε σε κλάματα.

προκαλώ υπερπροσφορά

locução verbal

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

διαπιστώνω, συνειδητοποιώ, καταλαβαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu espero que ele perceba o próprio erro logo.
Ελπίζω να συνειδητοποιήσει (or: καταλάβει) το σφάλμα του σύντομα.

προσέχω το σπίτι κπ ενόσω λείπει

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φροντίζω, προσέχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quem vai tomar conta das crianças quando nós estivermos fora?
Ποιος θα προσέχει τα παιδιά για όσο θα λείπουμε;

παριστάνω, προσποιούμαι, καμώνομαι

(fingir, fazer de conta)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Τα παιδιά παριστάνουν τους γιατρούς και τις νοσοκόμες.

λαμβάνω υπόψη

expressão verbal

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Emily ficou surpresa com quantas pequenas dificuldades ela teve que enfrentar como uma nova mãe. Pensamos que venceríamos o outro time facilmente, mas não tínhamos lidado com o novo atacante.

μόνος μου

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

Τι χαμπάρια;

(coloquial) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μόνος μου

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A professora disse à sua turma: "Vou mostrar como resolver a primeira equação, depois você pode tentar a próxima por conta própria".
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Εξ αιτίας του αυτισμού της, η Έλεν δυσκολεύεται να λειτουργήσει μόνη της.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του conta στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του conta

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.