Τι σημαίνει το privé στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης privé στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του privé στο Γαλλικά.

Η λέξη privé στο Γαλλικά σημαίνει ιδιωτικός, ιδιωτικός, προσωπικός, εμπιστευτικός, απόρρητος, ντετέκτιβ, ντέντεκτιβ, ιδιωτικός, ιδιωτικός ερευνητής, ιδιωτικός πράκτορας, ιδιαίτερος, ιδιωτικός, προσωπικός, ιδιωτικός, ιδιωτικός, χωριστός, ξεχωριστός, προσωπικός, ιδιωτικός, μέσα, ιδιωτικός, κλειστός, ιδιωτική συζήτηση, που του έχει στερηθεί κτ, που έχασε κτ, που του αφαιρέθηκε κτ, απόρρητα, εμπιστευτικά, μυστικά, ιδιωτικά, ιδιωτικά, λύκειο, ιδιαίτερα μαθήματα, ναυλωμένο λεωφορείο, ιδιοκτησία, ντετέκτιβ, εκκλησιαστικό σχολείο, ιδιωτική επιχείρηση, στερημένος, στερώ κπ από κτ, αποστερώ κπ από κτ, κεκλεισμένων των θυρών, προπαρασκευαστικό σχολείο, ιδιωτικό σχολείο, προσωπικές πληροφορίες, εκκλησιαστικό σχολείο, τιμωρημένος, φιλικός, χαλαρός, που έχει στερηθεί κτ, που έχει στερηθεί κτ, που έχει χάσει κτ, σε ιδιωτικό εκπαιδευτικό ίδρυμα, που έχει χάσει κτ, στέλνω προσωπικό μήνυμα σε κπ, ιδιωτικός τομέας, ελεύθερα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης privé

ιδιωτικός

adjectif (opposé à public) (μη δημόσιος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ils s'envolèrent pour l'Amérique du Sud dans un avion privé.
Πέταξαν για την Αμερική με ιδιωτικό τζετ.

ιδιωτικός, προσωπικός

adjectif (intime, personnel)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ne lui posez aucune question sur sa vie privée.
Μην του κάνεις ερωτήσεις για την ιδιωτική του ζωή.

εμπιστευτικός, απόρρητος

adjectif (confidentiel) (δεν πρέπει να μαθευτεί)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ils s'éloignèrent un moment pour avoir une conversation privée.

ντετέκτιβ, ντέντεκτιβ

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ιδιωτικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ιδιωτικός ερευνητής, ιδιωτικός πράκτορας

(familier)

ιδιαίτερος, ιδιωτικός, προσωπικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ιδιωτικός

adjectif (école)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Leurs enfants vont dans une école privée réputée.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δεν έχω αρκετά χρήματα για να στείλω τα παιδιά μου σε ιδιωτικό.

ιδιωτικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un hôpital privé est la propriété d'une entreprise et non de l'État.

χωριστός, ξεχωριστός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Chaque appartement a son balcon privé (or: individuel).
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μη βγάζετε συμπεράσματα από μεμονωμένα περιστατικά.

προσωπικός, ιδιωτικός

adjectif (μη δημόσιος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ce sont des informations privées (or: confidentielles), ne les communiquez à personne d'autre.
Αυτές είναι ιδιωτικές πληροφορίες. Σε παρακαλώ να μην τις επαναλάβεις σε κανένα.

μέσα

(salle de bains)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Chaque chambre dispose d'une salle de bains attenante.
Κάθε ένας από τους ξενώνες μας μέσα μπάνιο.

ιδιωτικός

adjectif (salle de bains)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les chambres de cet hôtel disposent toutes d'une salle de bains attenante.
Το ξενοδοχείο έχει δωμάτια με ιδιωτικά (or: δικά τους) μπάνια.

κλειστός

(événement)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cette soirée est sur invitation uniquement : il vous faut un carton pour entrer.

ιδιωτική συζήτηση

που του έχει στερηθεί κτ, που έχασε κτ, που του αφαιρέθηκε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο στρατιώτης που έχασε την προαγωγή του ένιωθε πολύ χάλια με τον εαυτό του.

απόρρητα, εμπιστευτικά, μυστικά

(Droit, audience,...)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le comité a tenu une réunion à huis clos.

ιδιωτικά

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ιδιωτικά

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

λύκειο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Un nouveau collège privé (or: lycée privé) vient d'ouvrir en dehors de la ville.

ιδιαίτερα μαθήματα

ναυλωμένο λεωφορείο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ιδιοκτησία

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dans une commune, la notion de bien privé n'existe pas.

ντετέκτιβ

nom masculin (ιδιώτης)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

εκκλησιαστικό σχολείο

ιδιωτική επιχείρηση

στερημένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Si tu veux plus de gâteau, alors prends ma part. Je ne voudrais pas que tu te sentes privé.
Αν θέλεις κι άλλη τούρτα τότε πάρε το δικό μου κομμάτι. Δεν θα ήθελα να νιώσεις αδικημένος.

στερώ κπ από κτ, αποστερώ κπ από κτ

À l'issue de ce jeu, je me suis retrouvé privé de cent dollars.
Το παιχνίδι με άφησε με εκατό δολάρια λιγότερα.

κεκλεισμένων των θυρών

(επίσημο, λόγιος, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La rencontre confidentielle s'est déroulée à huit clos.

προπαρασκευαστικό σχολείο

(France, entre 11 et 15 ans)

La plupart des collèges privés de Nouvelle-Angleterre proposent des logements sur le campus pour les étudiants.

ιδιωτικό σχολείο

(France, entre 11 et 15 ans)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

προσωπικές πληροφορίες

nom masculin pluriel

εκκλησιαστικό σχολείο

τιμωρημένος

(adolescent)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Heather est privée de sortie encore trois jours.
Η Χέδερ είναι τιμωρία για άλλες τρεις μέρες.

φιλικός, χαλαρός

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ma vieille amie et moi avons eu une discussion en privé.
Ο παλιός μου φίλος και εγώ είχαμε χρόνο για μια εγκάρδια συζήτηση.

που έχει στερηθεί κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nous avons été privés de l'occasion de rencontrer l'auteur.
Μας στέρησαν την ευκαιρία να γνωρίσουμε τον συγγραφέα.

που έχει στερηθεί κτ, που έχει χάσει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Du fait de la polio qu'il avait eue pendant sa jeunesse, il a été privé de l'usage de ses jambes pour le reste de sa vie.
Έχοντας περάσει πολιομυελίτιδα στα νιάτα του, στερήθηκε (or: έχασε) τα πόδια του για το υπόλοιπο της ζωής του.

σε ιδιωτικό εκπαιδευτικό ίδρυμα

locution adverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les filles ont été éduquées dans une école privée (or: dans l'enseignement privé) en Suisse.
Τα κορίτσια μορφώθηκαν σε ιδιωτικό εκπαιδευτικό ίδρυμα στην Ελβετία.

που έχει χάσει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je me sens complétement privé d'espoir après un an de chômage.
Ένιωθα πως έχω χάσει κάθε ελπίδα μετά από ένα χρόνο ανεργίας.

στέλνω προσωπικό μήνυμα σε κπ

locution verbale (Internet)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ιδιωτικός τομέας

nom masculin

ελεύθερα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του privé στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του privé

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.