Τι σημαίνει το proches στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης proches στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του proches στο Γαλλικά.

Η λέξη proches στο Γαλλικά σημαίνει κοντά, στενός, στενός, εντός, όμοιος, παρόμοιος, όμοιος, κοινός, στενός, πλησίον, κοντά, στενός,κοντινός συγγενής, πρόχειρος, στενός,κοντινός συγγενής, κοντινός, πλησιέστερος, κοντινότερος, κοντινός, στενός, προσωπικός, άμεσος, κοντινός, στενός, κοντινός, στενός, δεμένος, επικείμενος, στενός, προσεγγιστικός, κοντά, στενός φίλος, μικρή/κοντινή απόσταση, μικρή/κοντινή απόσταση, κοντινός, στενός, κοντινός, καλός, δεμένος με κπ, οικείος, Εγγύς Ανατολή, κοντινός, πιο κοντά, πλησιέστερος, κοντινότερος, κοντά και μακριά, αρκετά κοντά σε σχέση με, από κοντά, σύντομα, του ίδιου είδους, στο άμεσο μέλλον, σχετικά κοντινός σε, κοντινότερος συγγενής, άμεσο μέλλον, η πιο κοντινή πλευρά, κοντινοί συγγενείς, όχι πιο κοντά από, μακριά από, που απέχει πολύ από, ολόϊδιος, έρχομαι κοντά στη φύση, πλησιέστερος, αρκετά κοντά έτσι ώστε, ο κοντινότερος, ο πλησιέστερος, κοντά σε, δίπλα σε, πλησιάζω, προσεγγίζω, καταλαβαίνω, πιο κοντά, κοντινότερος, πιο κοντά, συντομότερα, κοντά σε, κοντινότερος, πλησιέστερος, κοντινότερος, πλησιέστερος, επόμενος, που μοιάζει περισσότερο, υπερβολικά κοντά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης proches

κοντά

adjectif

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Attention, les boutons "Éditer" et "Supprimer" sont excessivement proches l'un de l'autre.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τα σπίτια τους είναι σε κοντινή απόσταση.

στενός

adjectif (η σχέση, όχι οι συγγενείς)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les deux garçons sont de proches cousins.
Τα δυο αγόρια είναι κοντινά ξαδέρφια.

στενός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jill et moi sommes des amis proches.
Η Τζιλ και εγώ ήμαστε στενές φίλες.

εντός

adjectif (μεταφορικά: θέμα)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Restez proche de la question, s'il vous plaît.
Σε παρακαλώ, μην ξεφεύγεις από το υπό συζήτηση ερώτημα.

όμοιος, παρόμοιος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sa philosophie est proche (or: similaire) de celle de Roger, qui était son professeur et son mentor.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έχουμε παρεμφερείς απόψεις για θέματα διαπαιδαγώγησης.

όμοιος, κοινός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Leurs points de vue à propos de l'histoire sont extrêmement proches (or: similaires).

στενός

adjectif (σχέση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ils ont une relation intime (or: proche) et romantique.

πλησίον

adjectif (καθαρεύουσα)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Repentez-vous, pécheurs ! La fin du monde est proche.
Μετανοείτε, αμαρτωλοί! - το τέλος του κόσμου πλησιάζει.

κοντά

(μεταφορικά: στο χρόνο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Les raisins sont en train de mûrir : les vendanges sont proches.

στενός,κοντινός συγγενής

adjectif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πρόχειρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Έχω πρόχειρο έναν φακό λόγω των συχνών διακοπών ρεύματος.

στενός,κοντινός συγγενής

nom masculin et féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Seuls ses proches ont été invités au mariage

κοντινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jim allait dans une école proche.
Ο Τζιμ πήγαινε σε ένα γειτονικό σχολείο.

πλησιέστερος, κοντινότερος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κοντινός, στενός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La seule famille proche de Sarah est sa mère.
Η μόνη κοντινή οικογένεια της Σάρας είναι η μητέρα της.

προσωπικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
On a eu une relation de travail proche pendant dix ans.

άμεσος

adjectif (dans le temps : futur, avenir)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je ferai le travail dans un futur proche.
Θα κάνω τη δουλειά στο προσεχές μέλλον.

κοντινός, στενός

adjectif (famille,...)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nous avons invité tous les proches parents au mariage.
Έχουμε καλέσει όλους τους κοντινούς συγγενείς στον γάμο.

κοντινός, στενός

adjectif (ami,...) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle a réuni ses amies proches et leur a annoncé ses fiançailles.

δεμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Nous étions très proches au lycée.

επικείμενος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
«Ένας πυρηνικός πόλεμος είναι επικείμενος!», ήταν σχεδιασμένο με έντονους χαρακτήρες στα μαύρα και κίτρινα φυλλάδια.

στενός

adjectif (ami)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ils sont restés amis fidèles (or: proches) durant toutes ces années.
Όλα αυτά τα χρόνια έμειναν στενοί φίλοι.

προσεγγιστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les chiffres du budget sont approximatifs, en fonction de l'audit.

κοντά

(suivre)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Οι δυο τους χόρευαν κολλητά όλη νύχτα.

στενός φίλος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Tom est l'un de mes amis proches.
Ο Τομ είναι στενός μου φίλος.

μικρή/κοντινή απόσταση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μικρή/κοντινή απόσταση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοντινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στενός, κοντινός, καλός

adjectif (ami) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jen n'avait que quelques amis proches.
Η Τζεν είχε μόνο μερικούς στενούς φίλους.

δεμένος με κπ

(μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ben a toujours été proche de sa sœur.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έχω πολύ στενή σχέση με τα ξαδέρφια μου, παρόλο που ζουν στο εξωτερικό.

οικείος

(endroit, secret, relation,...)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Το εστιατόριο ήταν μικρό και είχε ένα ζεστό περιβάλλον.

Εγγύς Ανατολή

nom masculin

κοντινός

adjectif (proche de l'original)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est une fidèle reproduction de l'original.

πιο κοντά

(espace)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Julie est plus près de l'arbre que Paul.

πλησιέστερος, κοντινότερος

locution adjectivale (distance)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Où est la pharmacie la plus proche ?
Που είναι το κοντινότερο φαρμακείο;

κοντά και μακριά

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

αρκετά κοντά σε σχέση με

adjectif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nous étions assez proches l'une de l'autre quand nous étions plus jeunes.

από κοντά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σύντομα

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je vais avoir besoin de ton aide dans un avenir proche.

του ίδιου είδους

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στο άμεσο μέλλον

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

σχετικά κοντινός σε

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le parc est assez proche d'ici, suivez cette rue puis tournez à gauche.
Το πάρκο είναι σχετικά κοντά, συνέχισε ευθεία και έπειτα στρίψε αριστερά.

κοντινότερος συγγενής

nom masculin

Ma sœur est mentionnée en tant que parent proche sur tous mes formulaires d'urgence. Les autorités ne dévoilent pas le nom de la victime jusqu'à ce que son parent proche ait été prévenu.
Οι αρχές δεν θα αποκαλύψουν το όνομα του θύματος, έως ότου ειδοποιηθούν οι εγγύτεροι συγγενείς του.

άμεσο μέλλον

nom masculin

Je ne prévois pas d'aller à l'étranger dans un futur proche.

η πιο κοντινή πλευρά

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοντινοί συγγενείς

nom féminin

J'en avais parlé à un oncle et à un cousin éloigné mais ma famille proche ne savait rien de mes projets.

όχι πιο κοντά από

locution adjectivale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cela fait une heure que je suis sur cette grille de mots croisés, mais je ne suis pas plus proche de l'avoir complété. L'administration n'est pas plus proche d'une solution.

μακριά από, που απέχει πολύ από

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La banque n'est pas (franchement) à côté de la bibliothèque.
Η τράπεζα είναι μακριά από τη βιβλιοθήκη.

ολόϊδιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έρχομαι κοντά στη φύση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mary adore les plantes et son métier de botaniste lui permet d'être proche de la nature.

πλησιέστερος

locution adjectivale (nombre) (αριθμός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Arrondissez au nombre le plus proche.
Στρογγυλέψτε στον πλησιέστερο ακέραιο αριθμό.

αρκετά κοντά έτσι ώστε

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ο κοντινότερος, ο πλησιέστερος

locution adjectivale (temps) (χρονικά)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
De tous mes proches, c'est l'anniversaire de ma mère qui est le plus proche du mien.

κοντά σε, δίπλα σε

Prends cette bicyclette près de toi.
Πάρε το ποδήλατο κοντά σου.

πλησιάζω, προσεγγίζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cette sauce est proche de celle que nous avons mangée en Italie l'été dernier.
Η σάλτσα πλησιάζει αυτήν που δοκιμάσαμε πέρυσι το καλοκαίρι στην Ιταλία.

καταλαβαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Συμμερίζομαι την κατάστασή του.

πιο κοντά

locution adjectivale (figuré : affinités) (με/σε κπ)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
J'ai plusieurs bon amis, mais c'est de Betty dont je suis la plus proche.

κοντινότερος

locution adjectivale (similaire)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je sais qu'aucune de ces couleurs n'était celle que tu recherchais mais laquelle en est la plus proche ?
Ξέρω ότι κανένα από αυτά δεν είναι το χρώμα που ήθελες, αλλά ποιο είναι το κοντινότερο;

πιο κοντά

locution adverbiale (figuré, affinités) (μεταφορικά: σε κπ)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Je me sens plus proche de toi que je ne l'ai jamais été de quiconque.
Νοιώθω πιο κοντά σε σένα από ό,τι ένιωσα ποτέ στον οποιονδήποτε.

συντομότερα

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κοντά σε

Elle a trouvé une pièce près de là où elle se tenait.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Κοντά στα πόδια της, βρήκε ένα κέρμα.

κοντινότερος, πλησιέστερος

locution adjectivale (nombre) (αριθμός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κοντινότερος, πλησιέστερος

locution adjectivale (μτφ: χρώματα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je cherche la couleur qui est la plus proche de ce vert.

επόμενος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Continuez jusqu'à la fenêtre ouverte la plus proche.
Προχωρήστε στο κοντινότερο ανοιχτό παράθυρο.

που μοιάζει περισσότερο

nom masculin et féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quelle langue est la plus proche du gallois ?

υπερβολικά κοντά

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του proches στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.