Τι σημαίνει το monde στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης monde στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του monde στο Γαλλικά.

Η λέξη monde στο Γαλλικά σημαίνει ο κόσμος, ο κόσμος, κόσμος, κόσμος, κόσμος, τεράστιος, κόσμος, προσέλευση, ο τρόπος που αντιλαμβάνομαι την πραγματικότητα, γεμάτος, παγκόσμια, παγκοσμίως, διεθνώς, παγκοσμίως, σε απομόνωση, πλασματικότητα, φαινομενικότητα, περίπλους, υπόκοσμος, η μετά θάνατον ζωή, πραγματική ζωή, επαρχία, γεννιέμαι, φιλοξενώ, έχω καλεσμένους, απομονώνω, έχω καλεσμένους, δέχομαι καλεσμένους, είμαι τέλειος, απομόνωση, γήινος, εγκόσμιος, επίγειος, που έχει μεγάλο στήθος, εγκαταλελειμμένος, απλός, αφελής, από άλλον κόσμο, κοινός τόπος, παμπάλαιος, πανάρχαιος, προσβάσιμος,ανοιχτός σε όλους, ωφέλιμος για όλους, παγκοσμίως γνωστός, μάγκας, διεθνώς αναγνωρισμένος, γεμάτος, φίσκα, τίγκα, φουλ, αποξενωμένος, ελάχιστα, κοινώς, ευρέως γνωστός, καθόλου, καθόλου, ανά τον κόσμο, σε όλο τον κόσμο, σε όλο τον κόσμο, σε όλο τον κόσμο, του αγίου ποτέ, παγκοσμίως, σε όλο τον κόσμο, υπό τος φως του ηλίου, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, σε όλο τον κόσμο, σε όλη την γη, καθόλου, σ' όλο τον κόσμο, μέχρι την άκρη του κόσμου, εν ζωή, Ο κόσμος σου ανοίγεται., επιβιβαστείτε αμέσως, ξεκόλλα, η κορυφή του κόσμου, ημέρα της κρίσεως, Δευτέρα Παρουσία, πανεπιστημιακή κοινότητα, ακαδημία, ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, κόσμος της φαντασίας, ταξίδια ανά τον κόσμο, ταξίδια σε όλο τον κόσμο, υλικός κόσμος, τίποτα στον κόσμο, σόου μπίζνες, σόου-μπιζ, σόουμπιζ, ουρανός, παράδεισος, γνωστό τοις πάσι, ονειρικός κόσμος, ο κόσμος του θεάματος, ελεύθερος κόσμος, εγκαταλελειμμένο μέρος, παρατημένο μέρος, πρώτος και καλύτερος, βασιλιάς, αρχηγός, φυσικός κόσμος, νέοσ κόσμος, φυσικός κόσμος, ο κόσμος των πνευμάτων, ο Τρίτος Κόσμος, εκλεπτυσμένη γυναίκα, μέλλον, κοσμοθεωρία, κάτοχος παγκοσμίου ρεκόρ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης monde

ο κόσμος

J'aimerais faire le tour du monde un jour.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το περιβάλλον του πλανήτη μας είναι ευπαθές.

ο κόσμος

nom masculin (personnes)

Le monde ne survivra pas à une guerre nucléaire.
Η ανθρωπότητα δεν θα επιβιώσει από έναν πυρηνικό πόλεμο.

κόσμος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Les astronomes ont découvert un nouveau monde au-delà de Pluton.
Οι αστρονόμοι ανακάλυψαν έναν νέο κόσμο πέρα από τον Πλούτωνα.

κόσμος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le monde d'autrefois ne connaissait pas les ordinateurs.
Δεν υπήρχαν υπολογιστές στον αρχαίο κόσμο.

κόσμος

(intérêts communs) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le monde de l'art est un monde étrange.
Ο κόσμος της τέχνης είναι παράξενος.

τεράστιος

nom masculin (figuré)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il y a un monde entre leurs idées politiques.

κόσμος

nom masculin (foule)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

προσέλευση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La participation a été beaucoup plus grande que prévu.
Η προσέλευση του κόσμου ήταν πολύ μεγαλύτερη απ' ό,τι περιμέναμε.

ο τρόπος που αντιλαμβάνομαι την πραγματικότητα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sa réalité est différente de la nôtre.

γεμάτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jenny ne parvenait pas à trouver une place dans ce bus bondé.
Η Τζένυ δεν μπορούσε να βρει θέση στο γεμάτο λεωφορείο.

παγκόσμια, παγκοσμίως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

διεθνώς, παγκοσμίως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σε απομόνωση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il préfère vivre isolé, loin de l'agitation du monde.

πλασματικότητα, φαινομενικότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

περίπλους

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

υπόκοσμος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

η μετά θάνατον ζωή

(fig) (χριστιανισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je sais qu'à ma mort, je retrouverai Harry dans l'au-delà.

πραγματική ζωή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dans la réalité, les vilains petits canards deviennent de vilains canards, pas des cygnes.

επαρχία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gilles habite dans la cambrousse, c'est pourquoi il ne voit jamais personne.

γεννιέμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φιλοξενώ, έχω καλεσμένους

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απομονώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έχω καλεσμένους, δέχομαι καλεσμένους

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ce couple ambitieux reçoit (du monde) tous les week-ends.
Το επιτυχημένο ζευγάρι έχει κόσμο κάθε σαββατοκύριακο.

είμαι τέλειος

(familier, jeune)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Ce film déchire ! Il faut que tu le voies !
Μεγάλε, η ταινία γαμάει! Πρέπει να τη δεις!

απομόνωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γήινος, εγκόσμιος, επίγειος

(biens, préoccupation...)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il se comporte comme s'il n'avait aucune préoccupation matérielle.

που έχει μεγάλο στήθος

(για γυναίκες)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quand on a une forte poitrine, il est difficile de trouver un soutien-gorge confortable.

εγκαταλελειμμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

απλός, αφελής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

από άλλον κόσμο

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les fantômes et les goblins ne sont pas de ce monde.

κοινός τόπος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tout le monde sait que les bébés pleurent quand ils ont faim.

παμπάλαιος, πανάρχαιος

locution adjectivale (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προσβάσιμος,ανοιχτός σε όλους

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ωφέλιμος για όλους

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παγκοσμίως γνωστός

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Amsterdam est mondialement connue (or: connue dans le monde entier) pour ses canaux et ses coffee shops.

μάγκας

(αργκό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διεθνώς αναγνωρισμένος

adjectif

γεμάτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φίσκα, τίγκα, φουλ

(αργκό)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

αποξενωμένος

(figuré) (αίσθηση: αποξένωση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il est normal de se sentir étranger lorsqu'on est adolescent.
Όταν είσαι έφηβος είναι λογικό να νιώθεις αποξενωμένος (ή: απομονωμένος).

ελάχιστα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ça ne m'intéresse pas du tout d'aller écouter un rappeur.
Δεν ενδιαφέρομαι ούτε ελάχιστα να πάω να ακούσω έναν ράπερ.

κοινώς, ευρέως γνωστός

locution adjectivale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

καθόλου

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Est-ce que ça m'embête d'avoir raté le spectacle ? Pas du tout (or: Pas le moins du monde) ! // Je ne suis pas du tout inquiet pour cet examen parce que j'ai énormément révisé.

καθόλου

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Bien sûr, tu peux emprunter cinq euros, ça ne me gêne pas le moins du monde.

ανά τον κόσμο, σε όλο τον κόσμο

adverbe

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Internet permet aux gens à travers le monde de partager des informations.
Το διαδίκτυο επιτρέπει στους ανθρώπους ανά τον κόσμο να μοιραστούν πληροφορίες.

σε όλο τον κόσμο

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε όλο τον κόσμο

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il n'y a nulle part dans le monde où j'aimerais être plutôt qu'ici avec toi.

του αγίου ποτέ

(ιδιωματισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jamais au monde je n'aurais imaginé gagner le premier prix.

παγκοσμίως, σε όλο τον κόσμο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le prix des denrées alimentaires de base a augmenté à travers le monde.

υπό τος φως του ηλίου

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
J'ai essayé toutes les possibilités du monde mais je n'ai trouvé aucune solution.

περισσότερο από οτιδήποτε άλλο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nina voulait se former pour devenir pilote plus que tout au monde.

σε όλο τον κόσμο, σε όλη την γη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ce serait certainement magnifique si la paix prévalait sur Terre pour changer.

καθόλου

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σ' όλο τον κόσμο

adverbe

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Le Père Noël est connu dans le monde entier.
Ο Αη Βασίλης είναι γνωστός σ' όλο τον κόσμο.

μέχρι την άκρη του κόσμου

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mon amour est sans limite ! Je te suivrai jusqu'au bout du monde !

εν ζωή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ο κόσμος σου ανοίγεται.

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επιβιβαστείτε αμέσως

(train)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
«Επιβιβαστείτε αμέσως!», φώναξε ο καπετάνιος, και μετά αναχώρησε το πλοίο.

ξεκόλλα

(αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
D'accord, il t'a larguée. Passe à autre chose ! Il y a plein d'autres hommes mieux que lui de toute façon.
Σε άφησε λοιπόν. Ξέχνα το. Έτσι κι αλλιώς υπάρχουν πολλοί καλύτεροι άντρες.

η κορυφή του κόσμου

nom masculin (figuré) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ημέρα της κρίσεως, Δευτέρα Παρουσία

(τέλος του κόσμου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Certains groupes religieux pensent que le jour du jugement dernier aura bientôt lieu.

πανεπιστημιακή κοινότητα, ακαδημία

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κόσμος της φαντασίας

nom masculin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ταξίδια ανά τον κόσμο, ταξίδια σε όλο τον κόσμο

nom masculin pluriel

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υλικός κόσμος

nom masculin

Les Africains ne distinguent pas le monde matériel du monde spirituel.

τίποτα στον κόσμο

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Rien au monde ne pourra m'éloigner de l'homme que j'aime. Rien au monde ne me convaincra de parler face à un public.

σόου μπίζνες, σόου-μπιζ, σόουμπιζ

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Elle est dans le monde du spectacle depuis avant que nous soyons nés.

ουρανός, παράδεισος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Après la mort de son mari, Rachel se rassurait en se disant qu'il était parti pour un monde meilleur.

γνωστό τοις πάσι

(λόγιο: είναι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Parmi le personnel, tout le monde savait que Bill avait un problème d'alcool. // Bien que Galilée ait été persécuté pour l'avoir dit au 17e siècle, tout le monde sait désormais que la Terre tourne autour du soleil.
Όλοι στην εταιρεία γνώριζαν ότι ο Μπιλ αντιμετώπιζε πρόβλημα αλκοολισμού.

ονειρικός κόσμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Στον ονειρικό κόσμο μου είμαι όσο νέος και υγιής ήμουν 30 χρόνια πριν.

ο κόσμος του θεάματος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ελεύθερος κόσμος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εγκαταλελειμμένο μέρος, παρατημένο μέρος

nom masculin (figuré, très familier)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πρώτος και καλύτερος, βασιλιάς, αρχηγός

nom masculin (figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φυσικός κόσμος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

νέοσ κόσμος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Après le changement de direction, son lieu de travail était un monde nouveau pour lui.

φυσικός κόσμος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ο κόσμος των πνευμάτων

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ο Τρίτος Κόσμος

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Les gens des pays riches ne font pas assez pour aider les gens du tiers monde.

εκλεπτυσμένη γυναίκα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μέλλον

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
À quoi ressemblera le monde de demain ?

κοσμοθεωρία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sa vision du monde est beaucoup plus optimiste que la mienne.

κάτοχος παγκοσμίου ρεκόρ

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
Pour gagner la course, elle devra battre la détentrice du record du monde.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του monde στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του monde

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.