Τι σημαίνει το profunda στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης profunda στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του profunda στο ισπανικά.

Η λέξη profunda στο ισπανικά σημαίνει βαθυστόχαστος, βαθύς, βαθύς, στο βάθος, βαθύς, βαθυστόχαστος, βαθύς, βαθύς, βαθύς, βαθιά, βαθιά, σε βάθος, βαθυ-, μεγάλος, τεράστιος, που σκουραίνει, βαθύς, βαθύς, πλούσιος, γεμάτος νόημα, μεστός νοήματος, εύστοχος, ήσυχος, χαμηλόφωνος, ειλικρινής, μεστός, βαθύς, προσωπικός, έντονος, απομακρυσμένος, καλός, σοβαρός, σημαντικός, βαθουλωτός, ειλικρινής, αυστηρός, προσεκτικός, σχολαστικός, ψυχή, βάθος, βαθύτερος, ο χαμηλότερος, που υποχωρεί, βαθιά, στα βάθη, απελπισμένος, βαθύς ύπνος, μεγάλος σεβασμός, διακαής πόθος, έντονη επιθυμία, βαθιά γνώση, βαθύτερο νόημα, βαθιά, στα βάθη, αληθινό νόημα, μαζεύω όλες μου τις δυνάμεις, συλλέγω όλες μου τις δυνάμεις. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης profunda

βαθυστόχαστος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
No me parece que este libro sea profundo en absoluto, ¿y a ti?
Δε βρήκα τα βιβλία του καθόλου βαθυστόχαστα, εσύ;

βαθύς

(μεταφορικά: συναίσθημα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El poema fue inspirado por el profundo amor a su padre.
Το ποίημα είναι εμπνευσμένο από τη βαθιά αγάπη του για τον πατέρα του.

βαθύς

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Se necesitarán profundos cambios para frenar con la violencia en aumento.
Θα χρειαστούν βαθιές αλλαγές για να περιοριστεί η αυξανόμενη βία.

στο βάθος

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
¡Lo encontré! Está en lo profundo de la multitud, cerca del centro.
Τον βρήκα! Είναι στο βάθος του πλήθους, κοντά στο κέντρο.

βαθύς

(μεταφορικά: ύπνος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Estaba en un sueño profundo y no lo podían despertar.
Βρίσκονταν σε βαθύ ύπνο και δεν τον ξύπναγε κανείς.

βαθυστόχαστος

adjetivo (figurado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nunca caí en la cuenta de qué pensador profundo era hasta que hoy conversé con él.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Είναι βαθυστόχαστος από τη φύση του. Ο τρόπος που σκέφτεται αποτελεί πηγή έμπνευσης για πολλούς.

βαθύς

(για συναίσθημα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hoy realmente me expresó sus profundas emociones.
Πραγματικά εξέφρασε τα βαθιά του συναισθήματα για μένα σήμερα.

βαθύς

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El lago es muy profundo en el centro.
Η λίμνη είναι πολύ βαθιά προς στο κέντρο.

βαθύς

(ήχος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un sonido grave salió del órgano de tubos.
Ένας βαθύς ήχος βγήκε από την γκάιντα.

βαθιά

adjetivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El submarino estaba sumergido muy hondo.
Το υποβρύχιο βρίσκονταν βαθιά κάτω απ' την επιφάνεια του νερού.

βαθιά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Las hormigas excavan hondo en el suelo.

σε βάθος

adjetivo (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Daré una mirada profunda al informe cuando tenga tiempo.
Όταν βρω χρόνο, θα εξετάσω διεξοδικά την αναφορά.

βαθυ-

adjetivo

μεγάλος, τεράστιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
En algunos países hay una profunda brecha entre los ricos y los pobres.

που σκουραίνει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βαθύς

adjetivo (ήχος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La viola tiene un tono más profundo que el violín.

βαθύς

adjetivo (ύπνος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cayó en un sueño profundo.

πλούσιος

adjetivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El bajo tiene un sonido profundo.

γεμάτος νόημα, μεστός νοήματος

adjetivo

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
La pintura transmite una profunda sensación de tristeza.
Ο πίνακας μεταδίδει ένα έντονο αίσθημα θλίψης.

εύστοχος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El profesor pensó que los comentarios del estudiante eran muy esclarecedores.
Ο δάσκαλος σκέφτηκε πως τα σχόλια του μαθητή ήταν πολύ εύστοχα.

ήσυχος, χαμηλόφωνος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
De manera silenciosa, la bibliotecaria le dijo a los niños que se callaran.

ειλικρινής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μεστός, βαθύς

(ήχος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προσωπικός

(conocimiento)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Kate era una persona reservada y no le gustaba revelar detalles íntimos sobre su vida.
Η Κέιτ ήταν κλειστό άτομο και δεν της άρεσε να αποκαλύπτει προσωπικές λεπτομέρειες για τη ζωή της.

έντονος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Seth le lanzó a Ben una intensa mirada.
Ο Σεθ έριξε ένα αποφασιστικό βλέμμα στον Μπεν.

απομακρυσμένος

(formal)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Van a acampar en la parte recóndita del bosque.

καλός

(informal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La casa necesita una buena limpieza.

σοβαρός, σημαντικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los refugiados sufrieron un trauma considerable después de huir de la zona de guerra.

βαθουλωτός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ειλικρινής

adjetivo (μεταφορικά: συναίσθημα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Enviamos nuestras más sinceras plegarias a las familias de la víctima.

αυστηρός, προσεκτικός, σχολαστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un examen minucioso revelará que la teoría es correcta.

ψυχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cuando el músico toca su instrumento, expresa los sentimientos de su alma.

βάθος

(συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
En las profundidades del bosque, los únicos sonidos eran los pájaros y el viento.

βαθύτερος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los buzos se prepararon para ir a la cueva submarina más profunda.

ο χαμηλότερος

που υποχωρεί

(nivel)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El nivel de las aguas del lago, que baja rápidamente, preocupa a la comunidad.

βαθιά, στα βάθη

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si bien la mayoría de los peces necesitan una cierta cantidad de luz del sol, algunos tipos sólo nadan en lo más profundo.
Ενώ τα περισσότερα ψάρια χρειάζονται το φως του ήλιου μέχρι ένα βαθμό, ορισμένα είδη κολυμπάνε μόνο βαθιά. Συγκεκριμένα είδη ψαριών κολυμπάνε μόνο στα βάθη του ωκεανού.

απελπισμένος

locución adverbial

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

βαθύς ύπνος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Tenía un sueño tan profundo que nada podría haberla despertado.

μεγάλος σεβασμός

Siempre me ha tratado con un profundo respeto.

διακαής πόθος, έντονη επιθυμία

locución nominal masculina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mostró un profundo entusiasmo ante la idea de conocerla.

βαθιά γνώση

βαθύτερο νόημα

nombre masculino

Tras su conversión, Julie encontró un profundo significado en las labores más mundanas.

βαθιά, στα βάθη

(κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El pez lo hallamos en la profundidad del océano.

αληθινό νόημα

El amor es el sentido profundo de la vida.

μαζεύω όλες μου τις δυνάμεις, συλλέγω όλες μου τις δυνάμεις

locución verbal (figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Busca en lo profundo de ti mismo y verás que puedes superar cualquier miedo.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του profunda στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.