Τι σημαίνει το fondo στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fondo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fondo στο ισπανικά.

Η λέξη fondo στο ισπανικά σημαίνει βάθος, πάτος, φόντο, κάτω μέρος, κοίτη ποταμού, η χειρότερη στιγμή, παρασκήνιο, βυθός, ψάρι του βυθού, πιάνω πάτο, εταιρεία, εταιρία, κοινό ταμείο, περιεχόμενο, για ρέστα, πίσω, φόντο, πάτος, βύθιση, ρεματιά, μισοφόρι, ουσία, ουσία, ανεπαίσθητη αίσθηση, ουσία, υπόστρωμα, νόημα, βιβλιοθήκη, μαξιλάρι ασφαλείας, μαξιλαράκι ασφαλείας, ταμείο, είδος παιχνιδιού με τράπουλα, το κάτω μέρος, φτάνω στο μέγιστο βάθος, επεξεργάζομαι, αναλύω, έντονα, άρθρο γνώμης, παρελθόν, UNICEF, WWF, φρεζάρω, ουσιαστικά, γκαρνταρόμπα, υπονοούμενο, Στην υγειά μας1, κύριο άρθρο, κεντρικό άρθρο, ερώτημα, το σανιδώνω, επίπεδη βάρκα, δίπλα δίπλα, βιραρισμένος, κατά βάθος, κατά βάθος, στο πίσω μέρος, στα φυλλοκάρδια, βαθιά μέσα του, από καρδιάς, πολύ γρήγορα, του σκοτωμού, στο φόντο, στο βάθος, εντελώς μέσα, πίσω από, άσπρο πάτο, βυθός, πυθμένας, κατάλογος παλαιότερων εκδόσεων, πυθμένας, βυθός, παραπέτασμα, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, γραμμή γηπέδου, πάτος, βυθός του ωκεανού, εφ'ενός ζυγού, αποταμιευτικός λογαριασμός, πόροι για την χρηματοδότηση πολεμικών επιχειρήσεων, πίσω αυλή, καλό καθάρισμα, επιφάνεια εργασίας, σκι αντοχής, αμοιβαίο κεφάλαιο αντιστάθμισης κινδύνου, αμοιβαίο κεφάλαιο που βασίζεται σε δείκτη, συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, υφασμάτινο φόντο θεατρικού σκηνικού, υδρόβιος οργανισμός που βρίσκει την τροφή του στον πυθμένα θάλασσας ή ποταμού, δωρεά σε εκκλησία για να γίνεται υπέρ κάποιου, εταιρεία επενδύσεων, ταμείο συνταξιοδότησης, οπίσθιος φωτισμός, βάθη του ωκεανού, στο κέντρο, συνεισφέρω οικονομικά, ξεκαθαρίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fondo

βάθος

nombre masculino (σκηνή πίσω)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Al fondo, pudimos ver un auto bajando la colina.
Στο βάθος μπορούσαμε να δούμε ένα αυτοκίνητο να κατεβαίνει το λόφο.

πάτος

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Encontró el juguete en el fondo de la caja.
Βρήκε το παιχνίδι στο βάθος του κουτιού.

φόντο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El retrato lo mostraba sobre un sombrío fondo gris.
Το πορτραίτο τον απεικόνιζε σε μουντό, γκρι φόντο.

κάτω μέρος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El fondo de su asiento puede usarse como flotador.
Το κάτω μέρος της θέσης σας μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο επίπλευσης.

κοίτη ποταμού

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El peligro está en chocar con las rocas del fondo.

η χειρότερη στιγμή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El atleta tocó fondo cuando una lesión en la pierna hizo que se perdiera los Juegos Olímpicos.

παρασκήνιο

nombre masculino (πληροφορική: διεργασία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βυθός

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ψάρι του βυθού

nombre masculino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πιάνω πάτο

nombre masculino (καθομιλουμένη)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Dave tocó fondo cuando su novia lo dejó.
Ο Ντέιβ έπιασε πάτο όταν τον παράτησε η κοπέλα του.

εταιρεία, εταιρία

(επενδύσεων)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Erin repartió su dinero entre varios fondos de inversión.
Ο Έρικ μοίρασε τα χρήματά του σε διάφορες εταιρείες επενδύσεων.

κοινό ταμείο

(dinero)

Todo el mundo ha de donar veinte dólares para el fondo.

περιεχόμενο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El artículo está bien de forma, pero no de fondo.
Το άρθρο ήταν καλά δομημένο, αλλά δεν είχε πολύ ουσία.

για ρέστα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No te lleves todo el dinero de la caja al banco. ¡Necesitamos que quede algo de fondo para mañana o no podremos dar cambio!
Μη βάλεις όλα τα λεφτά του ταμείου στην τράπεζα. Πρέπει να κρατήσουμε κάποια για ρέστα, αλλιώς αύριο δεν θα μπορούμε να δώσουμε σε κανένα!

πίσω

nombre masculino (teatro, escenario)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La escena es una sala familiar, con una mesa en el fondo y sillones en el frente.

φόντο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Pintó un árbol sobre un fondo azul.

πάτος

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El fondo de la caja se mojó con el agua.
Ο πάτος του κουτιού βράχηκε από το νερό.

βύθιση

nombre masculino (gen pl) (στη γυμναστική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ρεματιά

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μισοφόρι

(de la cintura para abajo) (ξεπερασμένο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La mujer eligió unas enaguas nuevas con volantes para ponerse debajo de su vestido largo.

ουσία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Creo que entiendo la esencia de tu argumento, pero no lo estás explicando demasiado claro.
Νομίζω ότι καταλαβαίνω το νόημα του επιχειρήματός σου, αλλά δεν το εκφράζεις πολύ καθαρά.

ουσία

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hablemos del meollo del asunto en lugar de ignorarlo.

ανεπαίσθητη αίσθηση

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Ο χυμός λεμονιού προσδίδει άρωμα σε αυτό το πιάτο. Πρόκειται, όμως, για ανεπαίσθητη αίσθηση.

ουσία

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υπόστρωμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El camino estaba hecho de alquitrán y piedras sobre una cama de grava.
Ο δρόμος ήταν φτιαγμένος από πίσσα και πέτρες, πάνω σε ένα υπόστρωμα από χαλίκι.

νόημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
No capté el sentido de lo que estaba diciendo.
Δεν έπιασα το νόημα των όσων έλεγε.

βιβλιοθήκη

nombre femenino (de una editorial)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Esta editorial tiene una colección de más de 50.000 libros.
Η βιβλιοθήκη αυτού του εκδοτικού οίκου περιλαμβάνει περισσότερα από πενήντα χιλιάδες βιβλία.

μαξιλάρι ασφαλείας, μαξιλαράκι ασφαλείας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Anthony siempre guarda al menos mil dólares en su cuenta bancaria como reserva.

ταμείο

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Todos pusieron diez libras en el bote para el regalo de despedida de Dan.

είδος παιχνιδιού με τράπουλα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

το κάτω μέρος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φτάνω στο μέγιστο βάθος

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El submarino tocó fondo a nueve brazas.

επεξεργάζομαι, αναλύω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vamos a llegar al fondo del asunto de una vez por todas.

έντονα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ellen está profundamente absorta en su libro.
Η Έλεν είναι πολύ απορροφημένη στο βιβλίο της.

άρθρο γνώμης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
El editorial anónimo apoya a todos los candidatos oficiales.

παρελθόν

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

UNICEF

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

WWF

(sigla, voz inglesa)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

φρεζάρω

(διευρύνω το άνοιγμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ουσιαστικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Trabajamos en empresas distintas, pero nuestros trabajos son esencialmente iguales.

γκαρνταρόμπα

(conjunto de ropa)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Peter se ha cansado de su ropa y ha decidido ir a comprar un vestuario totalmente nuevo.
Ο Πίτερ βαρέθηκε τα ρούχα του και αποφάσισε να πάει για ψώνια για να ανανεώσει εξ' ολοκλήρου την γκαρνταρόμπα του.

υπονοούμενο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Στην υγειά μας1

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κύριο άρθρο, κεντρικό άρθρο

Casi siempre estoy de acuerdo con el editorial del periódico Times.
Συμφωνώ σχεδόν πάντα με το κύριο άρθρο των Times.

ερώτημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La controversia que presentamos hoy ante el tribunal es si el habeas corpus aplica aquí.

το σανιδώνω

(αργκό, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando el semáforo cambió a verde, él pisó el acelerador y el auto se fue rápidamente.

επίπεδη βάρκα

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La chalana es una embarcación menor, de fondo plano ... que sirve para transportes en aguas de poco fondo.

δίπλα δίπλα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Marcharon uno al lado del otro, en filas completamente derechas.

βιραρισμένος

locución adverbial (marítimo) (ζαργκόν: ναυτιλία)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

κατά βάθος

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Aunque parece contenta, en el fondo se siente muy sola.
Φαίνεται χαρούμενη, αλλά κατά βάθος αισθάνεται μεγάλη μοναξιά.

κατά βάθος

locución adverbial

Tyler comete muchos errores, pero es una buena persona en el fondo. Marilyn siempre ha sido una amante de los animales en el fondo.

στο πίσω μέρος

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
En el fondo hay un par de asientos, vamos a sentarnos allá.

στα φυλλοκάρδια, βαθιά μέσα του

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En el fondo sabía que lo que había hecho estaba mal.

από καρδιάς

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
No me pidas disculpas solo porque te lo pido, pídemelas desde el fondo del corazón.
Μην λες ότι λυπάσαι επειδή στο είπα εγώ. Πες το από καρδιάς. Πες το σαν να το εννοείς, από καρδιάς.

πολύ γρήγορα, του σκοτωμού

locución adverbial (AR, coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El auto fugitivo pisaba fierro a fondo por la autopista.

στο φόντο, στο βάθος

(κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En esta foto aparecen montañas en el fondo. En esta foto aparece un granero con árboles en el fondo.
Αυτή η φωτογραφία έχει τα βουνά στο φόντο. Η φωτογραφία απεικόνιζε έναν αχυρώνα με δέντρα στο βάθος.

εντελώς μέσα

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Para que la tarjeta funcione, tiene que estar hasta el fondo.

πίσω από

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Estoy seguro de que hay queso en el refrigerador, ¿buscaste al fondo, cerca de la leche?
Είμαι σίγουρος ότι έχουμε τυρί στο ψυγείο - κοίταξες πίσω από το γάλα;

άσπρο πάτο

(coloquial, brindis)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Arriba, abajo, al centro y adentro todo el mundo!

βυθός, πυθμένας

(θαλάσσιος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El bote yace en el fondo del mar, a 200 metros de la orilla.
Η βάρκα βρίσκεται στον βυθό (or: πυθμένα), σε απόσταση 200 μέτρων από την ακτή.

κατάλογος παλαιότερων εκδόσεων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πυθμένας, βυθός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παραπέτασμα

(πίσω μέρος της σκηνής)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Διεθνές Νομισματικό Ταμείο

El Fondo Monetario Internacional ha publicado recientemente las perspectivas de la economía mundial.

γραμμή γηπέδου

(deporte)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πάτος

expresión (figurado)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Toqué fondo después de que mi mujer me abandonara.

βυθός του ωκεανού

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando los barcos se hunden caen al fondo oceánico.

εφ'ενός ζυγού

nombre femenino (Mil)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποταμιευτικός λογαριασμός

locución nominal masculina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Vivo del fondo fiduciario que creó mi tío.

πόροι για την χρηματοδότηση πολεμικών επιχειρήσεων

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πίσω αυλή

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Se sientan en el patio del fondo todo el verano a leer.
Όλο το καλοκαίρι κάθονται στην πίσω αυλή και διαβάζουν.

καλό καθάρισμα

Antes de abandonar el terreno, hicimos una limpieza a fondo de la zona.

επιφάνεια εργασίας

(του υπολογιστή)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
En mi mesa de ordenador tengo una foto de la sabana africana.

σκι αντοχής

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
El esquí de fondo es muy distinto al esquí en una pendiente.

αμοιβαίο κεφάλαιο αντιστάθμισης κινδύνου

locución nominal masculina (Finanzas) (οικονομικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αμοιβαίο κεφάλαιο που βασίζεται σε δείκτη

locución nominal masculina (finanzas)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

συνταξιοδοτικό πρόγραμμα

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

υφασμάτινο φόντο θεατρικού σκηνικού

nombre masculino (teatro)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

υδρόβιος οργανισμός που βρίσκει την τροφή του στον πυθμένα θάλασσας ή ποταμού

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δωρεά σε εκκλησία για να γίνεται υπέρ κάποιου

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εταιρεία επενδύσεων

(οικονομία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ταμείο συνταξιοδότησης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

οπίσθιος φωτισμός

βάθη του ωκεανού

nombre masculino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Y buscando a la sirena nado hasta el fondo del mar.

στο κέντρο

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
En el fondo de la crisis financiera había mucha avaricia.

συνεισφέρω οικονομικά

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Voy a contribuir a un fondo de rescate a las víctimas del terremoto.

ξεκαθαρίζω

(un asunto)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nadie tiene permitido volver a casa hasta que lleguemos al fondo del asunto y descubramos quién dio la orden de vender las acciones.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fondo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.