Τι σημαίνει το programmed στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης programmed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του programmed στο Αγγλικά.

Η λέξη programmed στο Αγγλικά σημαίνει πρόγραμμα, πρόγραμμα, πρόγραμμα, προγραμματίζω, προγραμματίζω, προγραμματίζω, προγραμματίζω, γράφω κώδικα, γράφω πρόγραμμα, πρόγραμμα, πρόγραμμα, λογισμικό, προεπιλεγμένο πρόγραμμα, πρόγραμμα σπουδών που οδηγεί σε απόκτηση πτυχίου, πρόγραμμα αφοσίωσης, πρόγραμμα επιβράβευσης αφοσίωσης, πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών, πρόγραμμα συγκέντρωσης κεφαλαίων, σύστημα ανταμοιβής με βάση την αποδοτικότητα, μαθήματα μουσικής, πρόγραμμα συνεταιρικών σχέσεων, εκπομπή που δέχεται κλήσεις από τους ακροατές ή τηλεθεατές, πιλοτικό πρόγραμμα, συντονιστής προγράμματος, συντονίστρια προγράμματος, σχεδίαση προγράμματος, τηλεοπτικό πρόγραμμα, κοινωνική πρόνοια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης programmed

πρόγραμμα

noun (plan, schedule)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The program includes three different courses.
Το πρόγραμμα περιλαμβάνει τρία διαφορετικά μαθήματα.

πρόγραμμα

noun (US, regional (radio, TV show)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
What program are you watching now? The news?
Τι πρόγραμμα παρακολουθείς; Τις ειδήσεις;

πρόγραμμα

noun (computer software)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This program will help you access more information.
Αυτό το πρόγραμμα θα σε βοηθήσει να έχεις πρόσβαση σε περισσότερες πληροφορίες.

προγραμματίζω

transitive verb (schedule)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The museum has programmed a series of events for Women's History Month.
Το μουσείο έχει προγραμματίσει μια σειρά εκδηλώσεων για τον Μήνα της Γυναικείας Ιστορίας.

προγραμματίζω

transitive verb (automate, set)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Make sure you program the alarm clock before we go to bed.
Βεβαιώσου πως έχεις προγραμματίσει το ξυπνητήρι πριν πάμε για ύπνο.

προγραμματίζω

verbal expression (set: to perform a task) (κάτι να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I programmed the VCR to record the football game.
Προγραμμάτισα το βίντεο να γράψει τον ποδοσφαιρικό αγώνα.

προγραμματίζω

transitive verb (write computer code for)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You programmed that game? Nice work.
Εσύ το έγραψες αυτό το παιχνίδι; Ωραία δουλειά.

γράφω κώδικα, γράφω πρόγραμμα

intransitive verb (write computer code)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We were programming all night long to get the website working again.
Γράφαμε κώδικα όλο το βράδυ ώστε να ξαναλειτουργήσει η ιστοσελίδα.

πρόγραμμα

noun (US (list of performers)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The third act on tonight's program will play folk music.

πρόγραμμα

noun (US (theatrical brochure)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I bought a programme as a souvenir of the concert, even though it was stupidly expensive.

λογισμικό

noun (software) (Η/Υ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A computer program controls the operation of the equipment.

προεπιλεγμένο πρόγραμμα

noun (software set automatically)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
For the internet, I have Firefox set as my default program.

πρόγραμμα σπουδών που οδηγεί σε απόκτηση πτυχίου

noun (US (program of study)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
She enrolled in a diploma program at the college to become a paralegal.

πρόγραμμα αφοσίωσης, πρόγραμμα επιβράβευσης αφοσίωσης

noun (customer loyalty scheme) (πελατών)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The company's fidelity program is very popular with customers.

πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών

noun (US (students' overseas study scheme)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
A foreign exchange program is an excellent way of learning about the culture and people of another country.

πρόγραμμα συγκέντρωσης κεφαλαίων

noun (charity operation or scheme) (φιλανθρωπία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The charity set up a fundraising program for victims of the earthquake.

σύστημα ανταμοιβής με βάση την αποδοτικότητα

noun (motivational reward scheme)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The company introduced an incentive program designed to encourage staff and raise productivity.

μαθήματα μουσικής

noun (music education classes)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πρόγραμμα συνεταιρικών σχέσεων

noun (US (between organizations)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A Partnership Program was set up between the UN Industrial Development Organization and Hewlett-Packard.

εκπομπή που δέχεται κλήσεις από τους ακροατές ή τηλεθεατές

noun (radio or TV show: public calls in)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Jeremy is the host of a phone-in program on the radio.

πιλοτικό πρόγραμμα

noun (trial scheme)

The company tried a new advertising method in just a few stores, as a pilot program.

συντονιστής προγράμματος, συντονίστρια προγράμματος

noun (manager of a scheme or project)

Please contact the program co-ordinator for more information.

σχεδίαση προγράμματος

noun (computing: software creation) (πληροφορική)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Robert is an expert in program design.

τηλεοπτικό πρόγραμμα

noun (show broadcast on TV)

κοινωνική πρόνοια

noun (government benefits scheme)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Social Security is a US government welfare program for the elderly.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του programmed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του programmed

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.