Τι σημαίνει το cycle στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cycle στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cycle στο Αγγλικά.

Η λέξη cycle στο Αγγλικά σημαίνει κύκλος, ποδήλατο, πρόγραμμα, επαναλαμβάνομαι, κάνω ποδήλατο, με το ποδήλατο, κύκλος, κύκλος, επαναλαμβάνομαι, επαναλαμβάνω, αναπαράγω, ενοικίαση ποδηλάτου, ποδηλατικός αγώνας, χώρος στάθμευσης ποδηλάτων, διαδρομή για ποδήλατο, περίοδος χρέωσης, περίοδος τιμολόγησης, απότομα σκαμπανευάσματα, επαγγελματικός κύκλος, υπολογισμός κύκλου, ποδηλατόδρομος, κύκλος στεγνώματος, κύκλος λειτουργίας, του κύκλου λειτουργίας, κύκλος οικονομικής δραστηριότητας, τετράχρονος κινητήρας, κάνω freecycling, υδρολογικός κύκλος, κύκλος του κιτρικού οξέος, κύκλος του Κρεμπς, κύκλος της ζωής, κύκλος της σελήνης, κύκλος μουλιάσματος, δίχρονος, κινητήρας δύο χρόνων, υδρολογικός κύκλος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cycle

κύκλος

noun (repeating sequence)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Geology class today was about the cycle that water makes in the atmosphere: evaporation, condensation, precipitation.
Στο μάθημα γεωλογίας σήμερα μάθαμε για τον κύκλο του νερού στην ατμόσφαιρα: εξάτμιση, υγροποίηση, κατακρήμνιση.

ποδήλατο

noun (colloquial, abbreviation (bicycle)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Is there room in the basement to store a cycle?
Υπάρχει χώρος στο υπόγειο για να αποθηκεύσουμε ένα ποδήλατο;

πρόγραμμα

noun (washing machine setting)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Put the clothes in the washer, pick a cycle and press the button - it's not difficult.
Βάλε τα ρούχα στο πλυντήριο, διάλεξε πρόγραμμα και πάτα το κουμπί, δεν είναι δύσκολο.

επαναλαμβάνομαι

intransitive verb (go through a sequence)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The boiler cycles on and off throughout the day to maintain a constant temperature inside the house.

κάνω ποδήλατο

intransitive verb (colloquial (ride a bicycle)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The friends cycled into town to see a movie.
Οι φίλοι πήγαν με το ποδήλατο στην πόλη για δουν μια ταινία.

με το ποδήλατο

noun as adjective (colloquial (relating to bicycles)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Let's go for a cycle ride.
Ας πάμε μια βόλτα με το ποδήλατο.

κύκλος

noun (programmed sequence)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The air conditioner cycle is about 20 minutes long.

κύκλος

noun (stories: group)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Wagner's "Ring Cycle" consists of 4 very long operas.

επαναλαμβάνομαι

intransitive verb (repeat)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The exhibit includes a short explanatory film that cycles throughout the day.

επαναλαμβάνω, αναπαράγω

phrasal verb, transitive, inseparable (follow a pattern) (μοτίβα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mona continues to cycle through the stages of grief; she cannot forget her loss.

ενοικίαση ποδηλάτου

noun (informal (bicycle rental service)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ποδηλατικός αγώνας

noun (informal (cycling contest)

The two boys decided to have a bike race around the edge of the park.

χώρος στάθμευσης ποδηλάτων

noun (stand for parking cycles)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαδρομή για ποδήλατο

noun (cycle route: off-road)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περίοδος χρέωσης, περίοδος τιμολόγησης

noun (schedule)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

απότομα σκαμπανευάσματα

noun (economy: alternating extremes)

Arnold's life had followed a boom-and-bust cycle, rich one moment, broke the next.

επαγγελματικός κύκλος

noun (economic pattern)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The national economy is currently in the growth phase of the business cycle.

υπολογισμός κύκλου

noun (inventory carried out in stages)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ποδηλατόδρομος

noun (path for cyclists)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The cycle lane ends here so you have to join the rest of the traffic.

κύκλος στεγνώματος

noun (washing machine's drying program)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κύκλος λειτουργίας

noun (electrical power output)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

του κύκλου λειτουργίας

adjective (electrical power: intermittent)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κύκλος οικονομικής δραστηριότητας

noun (rise and fall of economy)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Governments have not been able to overcome the economic cycle of boom and bust.

τετράχρονος κινητήρας

noun (internal combustion engine)

κάνω freecycling

transitive verb (recycle by giving away)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υδρολογικός κύκλος

noun (cyclical movement of water)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Intensive deforestation can cause problems with the hydrologic cycle.

κύκλος του κιτρικού οξέος, κύκλος του Κρεμπς

noun (biology: metabolic process)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The teacher explained the importance of the Krebs Cycle in cellular respiration.

κύκλος της ζωής

noun (development process: [sth] living)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The students learned about the life cycle of a butterfly.

κύκλος της σελήνης

noun (period from one full moon to another)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Many ancient calendars were based on the lunar cycle, with all the months having 28 days.

κύκλος μουλιάσματος

noun (washing-machine feature) (πλυντήριο)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

δίχρονος

adjective (relating to certain engine type)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κινητήρας δύο χρόνων

noun (internal-combustion engine)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

υδρολογικός κύκλος

noun (circulation of water in nature)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cycle στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του cycle

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.