Τι σημαίνει το protestar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης protestar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του protestar στο πορτογαλικά.

Η λέξη protestar στο πορτογαλικά σημαίνει διαμαρτύρομαι για κτ, διαμαρτύρομαι κατά, διαδηλώνω κατά, διαμαρτύρομαι, πατάω πόδι, διαμαρτύρομαι, διαμαρτύρομαι σε κπ, διαμαρτύρομαι, διαμαρτύρομαι ενάντια σε κτ, διαμαρτύρομαι τόσο έντονα που δεν γίνομαι πιστευτός, αγωνίζομαι, παλεύω, πασχίζω, διαδηλώνω ενάντια σε κτ/κπ, κάνω εκστρατεία ενάντια σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης protestar

διαμαρτύρομαι για κτ

verbo transitivo

A equipe protestou sobre ter que trabalhar num feriado.
Το προσωπικό διαμαρτυρήθηκε κατά της εργασίας την ημέρα της δημόσιας αργίας.

διαμαρτύρομαι κατά, διαδηλώνω κατά

verbo transitivo (με γενική)

Uma multidão se juntou para protestar contra a nova lei.
Κόσμος συγκεντρώθηκε για να διαμαρτυρηθεί κατά του νέου νόμου.

διαμαρτύρομαι, πατάω πόδι

(protestar contra algo) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διαμαρτύρομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O cliente ficou aborrecido com a grosseria do garçom, mas quando o dono do restaurante também foi grosseiro com ele, percebeu que havia pouco sentido em protestar.

διαμαρτύρομαι σε κπ

διαμαρτύρομαι

verbo transitivo (για το ότι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαμαρτύρομαι ενάντια σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Os residentes se mobilizaram contra os planos de erguer um novo edifício de apartamentos.
Οι κάτοικοι διαμαρτύρονταν ενάντια στα σχέδια για την κατασκευή μιας νέας πολυώροφης πολυκατοικίας.

διαμαρτύρομαι τόσο έντονα που δεν γίνομαι πιστευτός

(insistir de forma não convincente que algo é falso)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αγωνίζομαι, παλεύω, πασχίζω

(informal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Αγωνίστηκε γερά αλλά ο αντίπαλος ήταν δυνατότερος.

διαδηλώνω ενάντια σε κτ/κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω εκστρατεία ενάντια σε κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του protestar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.