Τι σημαίνει το prova στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης prova στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του prova στο πορτογαλικά.

Η λέξη prova στο πορτογαλικά σημαίνει εξετάσεις, τεκμήριο, σύνολο στοιχείων, απόδειξη, τεστ, βεβαίωση, απόδειξη, μαρτυρία, απόδειξη, ένδειξη, προδίδω, λίγο, προκριματικά, πειστήριο, τεκμήριο, δοκιμή, απόδειξη, επίδειξη, εξέταση, δοκιμασία, δήλωση, δείγμα, διαγώνισμα, δοκιμαστικό, αποδεικτικό στοιχείο, δοκιμή, προεπισκόπηση, σύμβολο, δείγμα, τεκμηρίωση, απόδειξη, απόδειξη, εξέταση, δαγκωνιά, απόδειξη, αλεξίσφαιρος, τεθωρακισμένος, θωράκιση σώματος, SAT, αδιάβροχος, στεγανός, υδατοστεγής, σίγουρος, ασφαλής, πυρίμαχος, πυράντοχος, ηχομονωμένος, αντιανεμικός, ανθεκτικός στις βόμβες, απαραβίαστος, αδιάρρηκτος, ασφαλής για παιδιά, πυρίμαχος, πυράντοχος, πυράντοχος, προστατευμένος από το φως, αδιάβροχος, αντικραδασμικός, αδιάβροχος, διαχρονικός, ανθεκτικός στο νερό, ανθεκτικός σε καταιγίδες, ανθεκτικός σε θύελλες, υδατοστεγής, προς απόδειξη, ιππικοί αγώνες με εμπόδια, επιτηρητής, επόπτης, δοκιμαστική εκτύπωση, αποφασιστική δοκιμασία, αλεξίσφαιρο γιλέκο, ευθύνη απόδειξης, αποδεικτικά στοιχεία, αδιάσειστα στοιχεία, ενοχοποιητικά στοιχεία, ακλόνητη, ατράνταχτη απόδειξη, αλεξίσφαιρο γιλέκο, αδιάσειστα στοιχεία, ενοχοποιητικές αποδείξεις, έμμεση μαρτυρία, αδιάσειστα στοιχεία, κατάθεση, μαρτυρία, διαγώνισμα ικανοτήτων, ακρόαση, έμμεση μαρτυρία, έντονη δοκιμασία/ταλαιπωρία, αντίγραφο διαγωνίσματος, γραπτό διαγώνισμα, απροειδοποίητο τεστ, κλουβί προστασίας από καρχαρίες, υποβρύχια φωτογραφική μηχανή, ατράνταχτη απόδειξη, ύφασμα loden, διάβασμα, αντοχή στο νερό, δοκιμάζω, έχω διαγώνισμα, ξαναδίνω, ασφαλής, επαναληπτική εξέταση, κάνω ανθεκτικό στον άνεμο, κάνω κτ απαραβίαστο, στεγανοποιώ, πρόβα, πρόχειρο διαγώνισμα, τελική εξέταση, προφορικά, εξετάσεις, πανεύκολος, ασφαλής από κτ, γεύση, παίρνω δείγμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης prova

εξετάσεις

(τελικές)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
A prova de álgebra foi difícil.
Μας έκανε απροειδοποίητο διαγώνισμα Ιστορίας.

τεκμήριο

substantivo feminino (jurídico)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ele segurava uma arma fumegante; é a única prova que eu necessito.
Κρατούσε ακόμη όπλο που μόλις είχε εκπυρσοκροτήσει, δε χρειάζομαι άλλα πειστήρια.

σύνολο στοιχείων

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Το σύνολο των συγκεντρωθέντων στοιχείων υποδεικνύουν ότι ο Αλ είναι αθώος. Το σύνολο των στοιχείων αποδεικνύουν εμφατικά την ενοχή του.

απόδειξη

substantivo feminino (demonstração evidente)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sua maneira de dançar era prova que ele não tinha o menor senso de ritmo.
Ο τρόπος που χόρευε ήταν απόδειξη ότι δεν είχε καθόλου αίσθηση του ρυθμού.

τεστ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Amanhã será a prova do que você aprendeu nesse período.
Αύριο θα γράψετε διαγώνισμα πάνω σε όσα μάθατε αυτό το εξάμηνο.

βεβαίωση, απόδειξη

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η υψηλή βαθμολογία της είναι η απόδειξη ότι η συμπεριφορά της έχει βελτιωθεί πολύ αυτό το εξάμηνο.

μαρτυρία, απόδειξη, ένδειξη

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Seus bons modos são provas de sua educação.
Οι καλοί τους τρόποι είναι ένδειξη της ανατροφής τους.

προδίδω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você comeu meu chocolate! A sujeira no seu queixo é uma prova cabal.
Έφαγες τη σοκολάτα μου! Το σημάδι στο σαγόνι σου σε πρόδωσε!

λίγο

(amostra de comida ou bebida)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Deseja uma prova deste vinho?
Θέλεις λίγο από αυτό το κρασί;

προκριματικά

substantivo feminino (esportivo) (για συμμετοχή σε αγώνες)

As provas de tempo determinam quem compete na corrida final.
Οι προκριματικοί αγώνες καθορίζουν ποιος θα αγωνιστεί στον τελικό.

πειστήριο, τεκμήριο

(jurídico) (επίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A acusação pediu que a carta fosse aceita nos autos como uma prova.
Η εισαγγελία ζήτησε να συμπεριληφθεί το γράμμα ως πειστήριο (or: τεκμήριο) μαζί με τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία.

δοκιμή

(pequena amostra de: comida, bebida)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eu vou querer uma prova do espinafre. Ela tirou uma prova da sopa e depois adicionou mais sal.

απόδειξη

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Os exemplos do filósofo foram uma demonstração convincente da sua teoria.

επίδειξη

substantivo feminino (para animais)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Vou levar minha potranca para as provas de cavalo amanhã.
Θα πάω την φοράδα μου στην επίδειξη αλόγων αύριο.

εξέταση

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eu tenho mais duas provas a fazer, depois meus testes acabam!
Έχω να γράψω άλλα δύο διαγωνίσματα και μετά τελειώνω με τις εξετάσεις μου!

δοκιμασία

substantivo feminino (teste)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A prova de coragem está em enfrentar nossos piores medos.

δήλωση

(indício forte) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
As roupas que ela veste são uma verdadeira prova de quem ela é.

δείγμα

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

διαγώνισμα

(exame)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tenho um teste de alemão hoje; espero ter um bom resultado.
Σήμερα έχω τεστ στα γερμανικά, κι ελπίζω να πάρω καλό βαθμό.

δοκιμαστικό

(esporte)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αποδεικτικό στοιχείο

(prova a favor de algo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δοκιμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eu insisti em levá-la para fazer um teste no carro antes de comprá-lo. Eu fiz um teste para saber quanto tempo vou levar até o aeroporto amanhã de manhã.
Επέμενα να κάνω μια δοκιμή στο αμάξι πριν το αγοράσω. Έκανα μια δοκιμή για να δω πόσο χρόνο θα χρειαστώ για να φτάσω στο αεροδρόμιο αύριο το πρωί.

προεπισκόπηση

(BRA)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σύμβολο, δείγμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O casal trocou alianças como um símbolo de seu amor.
Το ζευγάρι αντάλλαξε δαχτυλίδια ως σύμβολο της αγάπης του.

τεκμηρίωση, απόδειξη

(verificação)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απόδειξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Os testes de DNA não podiam ser aceitos como evidência.
Τα τεστ DNA δεν μπορούσαν να γίνουν δεκτά ως αποδείξεις.

εξέταση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Haverá um teste para todos os alunos no final do curso.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το διαγώνισμα που μας έβαλε η δασκάλα στα μαθηματικά ήταν πολύ δύσκολο.

δαγκωνιά

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dê uma mordida. Você talvez goste do sabor.
Πάρε μια δαγκωνιά (or: δαγκανιά). Μπορεί να σου αρέσει.

απόδειξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αλεξίσφαιρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τεθωρακισμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

θωράκιση σώματος

substantivo feminino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cadetes da polícia vestem roupas protetoras como armadura.

SAT

(estrangeirismo, exame escolar americano)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Os SATs são exames criados para medirem o progresso dos alunos em diferentes etapas da educação.
Τα τεστ αξιολόγησης σχεδιάστηκαν για να μετρούν την πρόοδο των παιδιών κατά διαστήματα κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής τους.

αδιάβροχος, στεγανός, υδατοστεγής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σίγουρος, ασφαλής

locução adjetiva (fácil de usar)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Η σάλτσα σε κονσέρβα είναι μια σίγουρη λύση γιατί δεν χρειάζεται καν να ανακατέψεις τα υλικά!

πυρίμαχος, πυράντοχος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ηχομονωμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αντιανεμικός

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανθεκτικός στις βόμβες

locução adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

απαραβίαστος, αδιάρρηκτος

expressão

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ασφαλής για παιδιά

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

πυρίμαχος, πυράντοχος

(δεν πιάνει ή αντέχει)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πυράντοχος

locução adjetiva (αντέχει φωτιά, φούρνο κλπ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προστατευμένος από το φως

locução adjetiva

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αδιάβροχος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αντικραδασμικός

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αδιάβροχος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διαχρονικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανθεκτικός στο νερό

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ανθεκτικός σε καταιγίδες, ανθεκτικός σε θύελλες

expressão

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

υδατοστεγής

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προς απόδειξη

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ιππικοί αγώνες με εμπόδια

(evento eqüestre)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

επιτηρητής, επόπτης

(σε διαγώνισμα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δοκιμαστική εκτύπωση

substantivo feminino

αποφασιστική δοκιμασία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αλεξίσφαιρο γιλέκο

Ele está vivo hoje porque um colete à prova de balas parou a bala que ia matá-lo.
Είναι ακόμα ζωντανός, γιατί το αλεξίσφαιρο γιλέκο ανέκοψε την πορεία της σφαίρας που θα τον σκότωνε.

ευθύνη απόδειξης

(legal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αποδεικτικά στοιχεία, αδιάσειστα στοιχεία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Não há nenhuma prova concludente de que existam discos voadores.
Δεν υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία πως υφίστανται ιπτάμενοι δίσκοι.

ενοχοποιητικά στοιχεία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ακλόνητη, ατράνταχτη απόδειξη

(lei)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αλεξίσφαιρο γιλέκο

(militar)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αδιάσειστα στοιχεία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ενοχοποιητικές αποδείξεις

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έμμεση μαρτυρία

(νομικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αδιάσειστα στοιχεία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κατάθεση, μαρτυρία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dr. Schwartz foi chamado a fornecer provas legais sobre os crimes do réu.

διαγώνισμα ικανοτήτων

(exame que mede a habilidade ou competência)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ακρόαση

(avaliação de filme)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έμμεση μαρτυρία

(lei: prova indireta) (νομικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έντονη δοκιμασία/ταλαιπωρία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αντίγραφο διαγωνίσματος

(cópia de prova)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γραπτό διαγώνισμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το διαγώνισμα αποτελείται από τρία γραπτά διαγωνίσματα και ένα προφορικό. Πέρασε το γραπτό διαγώνισμα αλλά κόπηκε στο τεστ οδήγησης.

απροειδοποίητο τεστ

(teste de improviso)

κλουβί προστασίας από καρχαρίες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υποβρύχια φωτογραφική μηχανή

(à prova d'água para tirar fotografias)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ατράνταχτη απόδειξη

ύφασμα loden

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διάβασμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αντοχή στο νερό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δοκιμάζω

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os novos procedimentos de segurança foram postos à prova quando o porão pegou fogo.

έχω διαγώνισμα

(submeter-se a um exame, teste, prova)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξαναδίνω

(εξετάσεις)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ασφαλής

expressão (infalível, com backup)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επαναληπτική εξέταση

κάνω ανθεκτικό στον άνεμο

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω κτ απαραβίαστο

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στεγανοποιώ

locução adjetiva (δεν διαπερνάται από υγρό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πρόβα

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sarah está fazendo seu vestido de casamento sob medida e ela tem uma prova de roupa na próxima semana.
Η Σάρα φτιάχνει το νυφικό της κατά παραγγελία και έχει πρόβα την επόμενη εβδομάδα.

πρόχειρο διαγώνισμα

τελική εξέταση

(πριν την αποφοίτηση)

Eu fiz meu exame final de química na semana passada.
Έγραψα το τελικό διαγώνισμα χημείας την περασμένη εβδομάδα.

προφορικά

(escola) (καθομιλουμένη)

εξετάσεις

expressão

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

πανεύκολος

(literal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ασφαλής από κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Parece que nada na internet é à prova de determinados hackers.

γεύση

(experiência breve ou amostra de) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eu já senti o toque do seu humor, você não é tão engraçado quanto pensa.

παίρνω δείγμα

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O impressor imprimiu uma prova da nova chapa.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του prova στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.