Τι σημαίνει το pulo στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης pulo στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pulo στο πορτογαλικά.
Η λέξη pulo στο πορτογαλικά σημαίνει πήδημα, δυο βήματα, αναπηδώ, άλμα, στάση, πήδημα, αναπήδηση, απόσταση, πήδημα, πήδημα, άλμα, αναπήδηση, jump-off, αναπήδηση, άλμα, πήδημα, πήδημα, πετάγομαι, με το που ήρθε, έφυγε, επ' αυτοφόρω, πήδημα λαγού, δυο βήματα, πετιέμαι στο/μέχρι το, δυο λεπτά, δυο βήματα, περνώ από κάπου για λίγο, περνάω, πετιέμαι, πετάγομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης pulo
πήδημαsubstantivo masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ele atravessou a poça com um pulo rápido. Πέρασε πάνω από τη λακκούβα με ένα γρήγορο άλμα. |
δυο βήματαsubstantivo masculino (viagem curta) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Boston é um pulo rápido de Portsmouth. Η Βοστώνη είναι δυο τσιγάρα δρόμος από το Πόρτσμουθ. |
αναπηδώsubstantivo masculino (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Um pulo é uma reação bem natural ao som de tiro. |
άλμαsubstantivo masculino (aumento súbito) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) O salto nos preços das ações surpreendeu até mesmo os profissionais. Η ξαφνική άνοδος στις τιμές των μετοχών ξάφνιασε ακόμα και τους επαγγελματίες. |
στάση(ida rápida a um lugar) (σύντομη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πήδημαsubstantivo masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Harry só conseguia dar dois ou três pulos em sua perna boa antes de ter de parar por causa da dor. Ο Χάρυ μπόρεσε να κάνει δυο ή τρία πηδήματα με το καλό του πόδι πριν σταματήσει λόγω του πόνου. |
αναπήδησηsubstantivo masculino (αντικείμενο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Com um pulo, o coelho disparou pelo outro lado da estrada. |
απόστασηsubstantivo masculino (figurado, informal) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) É um pulo daqui até Portland. |
πήδημαsubstantivo masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) O pulo do coelho parecia um pouco estranho e Jimmy receava que estivesse ferido. |
πήδημα, άλμαsubstantivo masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sarah pulou sobre o riacho com um salto. Η Σάρα πήδηξε πάνω από το ρυάκι με ένα σάλτο. |
αναπήδησηsubstantivo masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
jump-offsubstantivo masculino (σε αγώνα ιππασίας) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
αναπήδηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A criança observou os ricochetes da rocha pela superfície da água. |
άλμα, πήδημαsubstantivo masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ele chegou ao pé dela com um único salto. Την έφτασε με ένα μόνο πήδημα (or: άλμα). |
πήδημαsubstantivo masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πετάγομαι(ir apressadamente) (καθομ, μεταφορικά: κάπου ή σε κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Μπορείς να πεταχτείς μέχρι του Γιάννη για να παραδώσεις αυτή την κάρτα; |
με το που ήρθε, έφυγεexpressão verbal (figurado, informal, passar rapidamente) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επ' αυτοφόρω(no ato de cometer um crime) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
πήδημα λαγού
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δυο βήματαexpressão (figurado, informal) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πετιέμαι στο/μέχρι τοexpressão verbal (fazer uma curta viagem para) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δυο λεπτά, δυο βήματαlocução adverbial (figurado, informal) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A loja fica a um pulo da minha casa. Το κατάστημα είναι δυο λεπτά από το σπίτι μου. Το κατάστημα είναι δυο βήματα από το σπίτι μου. |
περνώ από κάπου για λίγο(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Eu só preciso passar no escritório no caminho para casa para pegar uma papelada. Passamos em Bristol no caminho para Londres. Καθώς θα πηγαίνω σπίτι, θα πρέπει, απλώς, να περάσω για λίγο από το γραφείο να μαζέψω μερικά χαρτιά. Περάσαμε για λίγο από το Μπρίστολ, καθώς πηγαίναμε στο Λονδίνο. |
περνάωexpressão verbal (figurado, visita) (καθομιλουμένη: από κπ/κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Eu vou dar uma passada na sua casa quando eu acabar. Θα περάσω απ' το σπίτι σου όταν τελειώσω. |
πετιέμαι, πετάγομαιexpressão verbal (figurado, informal) (μεταφορικά, καθομ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) George deu um pulo em São Francisco para uma reunião nesta manhã. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pulo στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του pulo
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.