Τι σημαίνει το pular στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pular στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pular στο πορτογαλικά.

Η λέξη pular στο πορτογαλικά σημαίνει σηκώνομαι, πηδώ, αναπηδώ, σκαρφαλώνω, περνάω πάνω από κτ, χοροπηδάω, πετάγομαι, χοροπηδάω, χοροπηδάω, χοροπηδώ, πηδώ, αναπηδώ, χοροπηδώ, πηδάω, πηδώ, παραλείπω, περνάω, περνώ, πηδάω, πηδάω, πηδώ, αναπηδώ, πηδάω, πηδώ, την πέφτω, βουτάω, βουτώ, πηδάω, πηδώ, χοροπηδώ, κάνω σκοινάκι, πηδάω πάνω από κτ/κπ, ξεπερνάω, ξεπερνώ, προχωρώ με μεγάλα άλματα, πηδώ, πηδάω, ξεπηδώ, ξεπροβάλλω, ορμάω, ορμώ, υπερπηδάω, πηδάω, πηδώ, ασχολούμαι με τον δρόμο μετ' εμποδίων, κλωτσάω, κλωτσώ, κλοτσάω, κλοτσώ, πηδάω, πηδώ, χιμώ, χυμώ, ορμώ, διασκεδάζω, μπαίνω μέσα, χοροπηδώ, τρέχω, πηδάω, πηδώ, πηδάω, χοροπηδάω, ορμάω, υπερπηδάω, πηδάω πάνω από κτ, βουτιά με την κοιλιά, επιλέγω να μην κάνω κτ, αλλάζω, εγκαταλείπω, χοροπηδάω, πηδάω σε κτ, πηδώ σε κτ, πηδάω από κτ, πηδάω σε κτ, πηδάω πάνω σε κτ, πηδώ στην άλλη μεριά, πετάγομαι μπροστά, ξεφεύγω από το να κάνω κτ, ξεπετάγομαι, εκτινάσσομαι, αφηγούμαι χωρίς ειρμό, κάνω σκοινάκι, τσαλαβουτάω, τσαλαβουτώ, πιάνω το ένα, αφήνω το άλλο, της/του τα φοράω, πηδώ, περνάω πάνω από κτ, περνάω κτ πάνω από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pular

σηκώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πηδώ, αναπηδώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σκαρφαλώνω

(cerca; muro)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περνάω πάνω από κτ

(levantar o pé para evitar pisar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χοροπηδάω

(κυριολεκτικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πετάγομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele pulou da cadeira depois de perceber que não conseguia ver o bebê.
Πετάχτηκε από την καρέκλα του όταν κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να δει το μωρό.

χοροπηδάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hailey pulou pela sala em um pé só procurando pelo outro sapato dela.
Η Χέιλι χοροπηδούσε στο δωμάτιο με το ένα πόδι ψάχνοντας το άλλο της παπούτσι.

χοροπηδάω, χοροπηδώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As crianças estavam pulando pela sala depois de comer tantos doces.
Τα παιδιά χοροπηδούσαν γύρω γύρω στο δωμάτιο μετά τα τόσα γλυκά που έφαγαν.

πηδώ, αναπηδώ, χοροπηδώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πηδάω, πηδώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O coelho pulava e farejava ao redor.
Το κουνέλι πηδούσε και μύριζε ένα γύρο στην περίφραξή του.

παραλείπω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Meu conselho é que você pule o segundo prato e deixe espaço para o peixe.
ΝΕW: Βιαζόμουν το πρωί, γι' αυτό παρέλειψα το πρόγευμα.

περνάω, περνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele pulava de uma tarefa para outra.
Πήδαγε από τη μια εργασία στην άλλη.

πηδάω

verbo transitivo (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Meus pais não deixariam seu filho pularem a terceira série.
Οι γονείς μου δεν θα άφηναν το παιδί τους να πηδήξει την τρίτη τάξη.

πηδάω, πηδώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A multidão começou a pular por cima das barreiras de segurança e a polícia não pode controlá-los.
Το πλήθος άρχισε να πηδά πάνω από τα χωρίσματα ασφαλείας και η αστυνομία δεν μπορούσε να το συγκρατήσει.

αναπηδώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πηδάω, πηδώ

verbo transitivo (avançar na classificação) (μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
John pulou na classificação devido à sua bravura.

την πέφτω

verbo transitivo (atacar) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Três cara me atacaram no beco e roubaram meu dinheiro.
Μου την έπεσαν τρεις τύποι στο σοκάκι και μου έκλεψαν τα χρήματά μου.

βουτάω, βουτώ

(informal: mergulhar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ο Μάικ περπάτησε έως την άκρη της πισίνας, δίστασε προς στιγμή και έπειτα βούτηξε.

πηδάω, πηδώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Kyle pulou por cima da cerca.
Ο Κάιλ πήδηξε πάνω από τον φράκτη.

χοροπηδώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω σκοινάκι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
As crianças pulavam e brincavam de amarelinha na área de lazer.
Τα παιδιά έκαναν σκοινάκι κι έπαιζαν κουτσό στην παιδική χαρά.

πηδάω πάνω από κτ/κπ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεπερνάω, ξεπερνώ

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προχωρώ με μεγάλα άλματα

(figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πηδώ, πηδάω

verbo transitivo (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele pulou três capítulos do livro.
Άφησε τρία κεφάλαια του βιβλίου.

ξεπηδώ, ξεπροβάλλω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ορμάω, ορμώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O leão saltou sobre o antílope.
Το λιοντάρι όρμηξε στην αντιλόπη.

υπερπηδάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jamie saltou a cerca e fugiu.
Ο Χαΐμ πήδηξε πάνω από τον φράκτη και έφυγε τρέχοντας.

πηδάω, πηδώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O cavalo saltou a barreira e fugiu.
Το άλογο πήδηξε το φράγμα και δραπέτευσε.

ασχολούμαι με τον δρόμο μετ' εμποδίων

(atletismo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ken vem saltando há anos.
Ο Κεν ασχολείται με τον δρόμο μετ' εμποδίων χρόνια τώρα.

κλωτσάω, κλωτσώ, κλοτσάω, κλοτσώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O caubói se segurou desesperadamente enquanto seu cavalo pinoteava.
Ο γελαδάρης κρατιόταν με δυσκολία ενώ το άλογό του κλωτσούσε.

πηδάω, πηδώ

(κίνηση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele saltava para aquecer o corpo.
Πηδούσε πάνω κάτω για να ζεσταθεί.

χιμώ, χυμώ, ορμώ

(corpo: pular para a frente)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ela pulou de repente, agarrando meu pescoço.

διασκεδάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μπαίνω μέσα

(informal: num veículo)

χοροπηδώ, τρέχω

(brincar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πηδάω, πηδώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Com um único salto, Adam pulou o portão.
Μονάχα με ένα άλμα, ο Άνταμ πήδησε την πύλη.

πηδάω, χοροπηδάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O cachorrinho corre e pula no campo.

ορμάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vendo o momento de apanhar a presa, o leopardo deu o bote.

υπερπηδάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os corredores saltaram os obstáculos.

πηδάω πάνω από κτ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ele saltou sobre a poça para evitar molhar os sapatos.
Πήδηξε πάνω από τη λακκούβα για να μη βρέξει τα παπούτσια του.

βουτιά με την κοιλιά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιλέγω να μην κάνω κτ

(figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Σκέφτηκα να κολυμπήσω, αλλά το νερό φαινόταν παγωμένο και έτσι επέλεξα να μην το κάνω.

αλλάζω

expressão

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εγκαταλείπω

expressão

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χοροπηδάω

(BRA)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hailey gritou e pulou em um pé só quando pisava em algo afiado.
Η Χέιλι έβγαλε μια φωνή και χοροπήδησε όταν πάτησε κάτι αιχμηρό.

πηδάω σε κτ, πηδώ σε κτ

(mergulhar)

πηδάω από κτ

Ela estava com muito medo para pular do trampolim mais alto.
Φοβόταν υπερβολικά για να πηδήξει απ' τον ψηλότερο βατήρα καταδύσεων.

πηδάω σε κτ, πηδάω πάνω σε κτ

πηδώ στην άλλη μεριά

expressão verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πετάγομαι μπροστά

(saltar ou propelir-se para frente)

ξεφεύγω από το να κάνω κτ

expressão (sair)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξεπετάγομαι

expressão verbal (de lugar oculto) (κυριολεκτικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele pulou para fora de seu esconderijo.
Ξεπετάχτηκε από την κρυψώνα του.

εκτινάσσομαι

(BRA)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O piloto pulou de paraquedas logo antes do avião dele bater nas árvores.
Ο πιλότος εκτινάχθηκε ακριβώς πριν το αεροπλάνο του χτυπήσει στα δέντρα.

αφηγούμαι χωρίς ειρμό

expressão verbal (falta de coerência narrativa) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω σκοινάκι

(BRA)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Os boxeadores pulam corda para melhorarem a disposição e o ritmo.
Οι μποξέρ κάνουν σκοινάκι για να βελτιώσουν την αντοχή και τον ρυθμό τους.

τσαλαβουτάω, τσαλαβουτώ

(σε κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πιάνω το ένα, αφήνω το άλλο

expressão verbal (fazer coisas desordenadamente)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Carol não trabalha metodicamente; ela sempre pula de tarefa em tarefa.

της/του τα φοράω

(informal, figurado) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πηδώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jim pulou sobre a cerca e estava no jardim do vizinho num piscar de olhos.

περνάω πάνω από κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O saltador passou por cima da barra facilmente.

περνάω κτ πάνω από κτ

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O cavaleiro fez o cavalo pular sobre o portão.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pular στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.