Τι σημαίνει το puta στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης puta στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του puta στο ισπανικά.

Η λέξη puta στο ισπανικά σημαίνει σκύλα, πουτάνα, τσούλα, πορνίδιο,νυμφίδιο, πουτανάκι, ξέκωλο, τσούλα, πουλημένος, μπιπ, τσούλα, πουτάνα, σκρόφα, γκόμενα, πόρνη, κουφάλα, καριόλα, γαμώτο, ιεροόδουλη, τσουλίστικος, πόρνη, κοκότα, κουφάλα, σκρόφα, πουτάνα, εξώλης και προώλης, πουτάνα, τσούλα, -, -, γαμημένος, κερατένιος, κερατένιος, κουνιστός, διαολεμένος, αναθεματισμένος, καταραμένος, λουλού, αδερφή, λουμπίνα, σκασμένος, ρημαδιασμένος, καταραμένος, αδερφή, και πολύ, χάλια, όχι ρε γαμώτο, όχι ρε πούστη, να πάρει!, γάμα με!, γάμα μας!, γαμώτο, γαμώτο, βλακείες!, ανοησίες!, γαμώτο, να πάρει, να πάρει η οργή, να πάρει η ευχή, μπράβο, σκάσε, με την καμία, Βγάλε το σκασμό!, γάμα το, χέσ' το, γάμα το, Ο Χριστός κι η Παναγία!, Παναγιά μου!, καυτερό πιπέρι, κάθαρμα, ρεμάλι, απόβρασμα, γλεντώ, διασκεδάζω, σκίζω, δεν ξέρω τίποτα, τρελός, παλαβός, σκάω, μαμιόλης, μαμιόλα, ευχαριστιέμαι, νινί, τέλειος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης puta

σκύλα

(vulgar, ofensivo) (μεταφορικά, προσβλητικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mi vecina es una auténtica puta.
Η γειτόνισσά μου είναι εντελώς σκύλα.

πουτάνα

(χυδαίο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No vayas a la Calle 37. Ahí es donde las putas buscan clientes.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μην περάσεις απ' εκεί. Κάνουν πιάτσα οι πουτάνες.

τσούλα

(ofensivo, vulgar) (προσβλητικό!)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Esta puta se acostaría con cualquiera.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μια παλιογυναίκα είναι που τον ξελόγιασε!

πορνίδιο,νυμφίδιο, πουτανάκι, ξέκωλο

(vulgar, peyorativo) (αργκό, προσβλητικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¿Si es una chica tan buen entones por qué se viste como una puta?

τσούλα

(despectivo, mujer) (χυδαίο, υβριστικό: γυναίκα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sharon es una puta. Se ha acostado con casi todos sus compañeros de trabajo.
Η Σάρον είναι μεγάλη τσούλα· έχει κοιμηθεί σχεδόν μου όλους τους συναδέλφους της.

πουλημένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jason como una puta. Haría cualquier cosa por dinero.

μπιπ

nombre femenino (vulgar, ofensivo) (αργκό: αντί βρισιάς)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

τσούλα, πουτάνα, σκρόφα

(vulgar, ofensivo) (μειωτικό, χυδαίο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El marido cornudo llamaba a su mujer puta.
Ο απατημένος σύζυγος αποκάλεσε τη γυναίκα του τσούλα.

γκόμενα

nombre femenino (vulgar) (καθομιλουμένη, μειωτικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πόρνη

(vulgar)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κουφάλα, καριόλα

(vulgar, ofensivo) (υβριστικό, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γαμώτο

(CR) (καθομιλουμένη, υβριστικό)

¡Jueputa! ¡Perdón por tirarte la cerveza encima!
Όχι, ρε γαμώτο! Συγγνώμη που έχυσα την μπύρα μου πάνω σου.

ιεροόδουλη

(ofensivo, vulgar)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Las putas trabajan en la calle 33.

τσουλίστικος

(ofensivo) (υβριστικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πόρνη

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Las prostitutas siempre se juntan en esa esquina.

κοκότα

(παλαιό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κουφάλα, σκρόφα

(αργκό, χυδαίο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πουτάνα

(αργκό, χυδαίο: πόρνη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εξώλης και προώλης

(αρχαϊκός τύπος: μειωτικό)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

πουτάνα

(χυδαίο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τσούλα

(vulgar, ofensivo) (προσβλητικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

-

(intensificador, vulgar) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
La película es una puta mierda.
Χάλια είναι η ταινία, ρε γαμώτο.

-

(intensificador, vulgar) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
¡Me echó a este puto perro enorme!
Έβαλε το τεράστιο κωλόσκυλό του να μου ορμήσει.

γαμημένος

(vulgar) (χυδαίο, αργκό)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

κερατένιος

(intensificador) (αργκό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¡Ese maldito gato sigue haciéndome tropezar!
Αυτή η καταραμένη γάτα όλο μπλέκει στα πόδια μου!

κερατένιος

(intensificador) (αργκό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¡No puedo sacármelo de la maldita cabeza!
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Έχεις χάσει εντελώς το γαμημένο σου το μυαλό;

κουνιστός

(αργκό, αποδοκιμασίας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διαολεμένος, αναθεματισμένος, καταραμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Puse el frasco bajo la llave con agua tibia y aun así no podía abrir la maldita cosa.

λουλού, αδερφή, λουμπίνα

(ofensivo) (αργκό, προσβλητικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σκασμένος, ρημαδιασμένος

(intensificador)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
¡Pon la maldita cosa en el suelo y ayúdame!

καταραμένος

adjetivo (vulgar, ofensivo) (μτφ)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
El puto candado no se abre. El hijoputa del coche no quiere arrancar.

αδερφή

(ofensivo, coloquial) (μειωτικό, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El amigo de Gary lo regañó por decir que no toleraba a los maricones.

και πολύ

(vulgar)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Σε μισώ! Είσαι και πολύ μαλάκας!

χάλια

(vulgar)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Él tenía un trabajo de mierda con el que no ganaba nada. Ella tocaba en una banda indie de mierda.
Έκανε μια σκατοδουλειά με πολύ μικρό μισθό.

όχι ρε γαμώτο, όχι ρε πούστη

(vulgar)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Mierda, no puedo creer que hayas dicho eso.

να πάρει!

(vulgar) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Grité «¡mierda!» mientras la pelota se me resbalaba de nuevo de las manos.

γάμα με!, γάμα μας!

(ES, vulgar) (μτφ, χυδαίο: έκπληξη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γαμώτο

(ES, vulgar) (υβριστικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Sé de aviones, ¡soy piloto joder!

γαμώτο

(vulgar) (καθομ, υβριστικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Nuestro avión sale en una hora! ¡Mierda! ¡Creía que nos quedaban cinco horas todavía!

βλακείες!, ανοησίες!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¿Has ganado la lotería? ¡Mentira!
Κέρδισες το λαχείο; Βλακείες!

γαμώτο

(καθομιλουμένη, χυδαίο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

να πάρει, να πάρει η οργή, να πάρει η ευχή

(ES, AR: vulgar) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Me cago en la leche! ¡Me golpeé la rodilla contra el escritorio de nuevo!
Να πάρει! Χτύπησα ξανά το γόνατό μου στο θρανίο!

μπράβο

interjección (vulgar)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¿Estás estudiando español? De puta madre, tío.

σκάσε

(muy ofensivo, tu) (καθομιλουμένη, προσβλητικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Cierra el puto pico, no quiero escucharte más!

με την καμία

locución interjectiva (CR, vulgar) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Βγάλε το σκασμό!

interjección (vulgar, ofensivo) (αργκό, προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γάμα το

locución interjectiva (AR, vulgar) (αργκό, χυδαίο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χέσ' το, γάμα το

locución interjectiva (CO, vulgar) (αργκό, χυδαίο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Ο Χριστός κι η Παναγία!, Παναγιά μου!

(vulgar) (έκπληξη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

καυτερό πιπέρι

locución nominal masculina (AR, coloquial)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κάθαρμα, ρεμάλι, απόβρασμα

locución nominal con flexión de género (figurado, ofensivo) (άτομο: ανέντιμος, κακός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¡Mi ex novio es un hijo de puta!
Ο πρώην μου είναι μεγάλο κάθαρμα!

γλεντώ, διασκεδάζω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Gracias por una fiesta estupenda, ¡nos la pasamos de miedo!

σκίζω

(vulgar) (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¡Estos brownies son de puta madre, están deliciosos!
Αυτά τα κεκάκια σοκολάτας σκίζουν, είναι πεντανόστιμα!

δεν ξέρω τίποτα

(για κάτι ή σχετικά με κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No sé nada del tema.

τρελός, παλαβός

(loco) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¡Tienes que estar de remate para pagar esos precios!

σκάω

(vulgar, muy ofensivo) (καθομιλουμένη, προσβλητικό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μαμιόλης, μαμιόλα

locución nominal con flexión de género (αργκό: αντί βρισιάς)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

ευχαριστιέμαι

locución verbal (jerga)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

νινί

locución nominal con flexión de género (αργκό, προσβλητικό, μτφ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El borracho le dijo a Rob que era un hijo de puta.

τέλειος

locución adjetiva (coloquial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του puta στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.