Τι σημαίνει το hijo στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης hijo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hijo στο ισπανικά.

Η λέξη hijo στο ισπανικά σημαίνει γιος, απόγονος, τέκνο, παιδί, νεαρέ μου, αγόρι μου, γιε μου, ωχ, ωχού, αγόρι, κουτσούβελο, πιτσιρίκι, Junior, Τζούνιορ, ο νεότερος, ο νεότερος, Υιός, μαλάκας, παπάρας, γαμιόλης, μπάσταρδο, σαν αστραπή, εξώγαμο παιδί, μαλάκας, θετός γιος, καρπός παράνομου έρωτα, μαμάκιας, καθίκι, κάθαρμα, τομάρι, παιδί στρατιωτικού του αμερικανικού στρατού, μπάσταρδος, σόι πάει το βασίλειο, πρωτότοκος, πρωτότοκη, νόθο παιδί, γνήσιο τέκνο, ο Υιός του Θεού ο Μονογενής, Υιός του Θεού, Ιησούς Χριστός, μοναχοπαίδι, ενήλικο παιδί, κάθαρμα, ρεμάλι, απόβρασμα, μεσαίο παιδί, παιδί στρατιωτικού, πρωτότοκο παιδί, μεγαλύτερο παιδί, μαλάκας, καριόλης, γαμιόλης, νόθο,εξώγαμο παιδί, απαυτός, αποτέτοιος, μαμιόλης, μαμιόλα, γιος, κάνω παιδί, κάνω μωρό, λεχρίτης, νινί, μπάσταρδος, ντόπιος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης hijo

γιος

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El nombre de su hijo es Matt.
Ο γιος του λέγεται Ματ.

απόγονος

nombre masculino (descendiente)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Muchos cristianos y musulmanes son hijos de Abraham (or: Adán).

τέκνο

(figurado) (μτφ, λόγιος: δημιούργημα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
William Hazlitt escribió "el prejuicio es hijo de la ignorancia".

παιδί

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Acabamos de tener nuestro primer descendiente.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Στην αίτηση υπάρχει η επιλογή τέκνα. Εκεί θα γράψεις πόσα παιδιά έχεις.

νεαρέ μου, αγόρι μου, γιε μου

(coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Chaval, será mejor que cuides tus modales!
Νεαρέ, το καλό που σου θέλω να προσέχεις τους τρόπους σου!

ωχ, ωχού

(CR, coloquial)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

αγόρι

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mi hijo se parece a su madre.
Το αγόρι μου μοιάζει στην μητέρα του.

κουτσούβελο, πιτσιρίκι

(αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Junior, Τζούνιορ

(nombre)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Greg tenía el mismo nombre que su padre, así que le llamaban Greg hijo.

ο νεότερος

(abreviatura: junior, AmL)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Robert Downey Jr. es un gran actor.

ο νεότερος

(AmL)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
El jefe de la organización es Juan Pérez junior.

Υιός

locución nominal masculina (Cristo)

Entonces el Hijo de Dios realizó otro milagro.

μαλάκας, παπάρας, γαμιόλης

(vulgar) (προσβλητικό, χυδαίο, αργκό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
¡Ese cabrón me robó las llaves del auto!

μπάσταρδο

(ofensivo) (προσβλ, μειωτ, χυδαίο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los niños le decían que era un bastardo porque sus padres nunca se casaron.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο Γιάννης είναι νόθο (or: εξώγαμο) παιδί, κάτι που τον βασάνιζε σε όλη την παιδική του ηλικία.

σαν αστραπή

(MX, coloquial)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

εξώγαμο παιδί

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μαλάκας

(υβριστικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

θετός γιος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El hijo de acogida de Sally se llama Nathan.

καρπός παράνομου έρωτα

locución nominal masculina

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La chica es hija natural; nunca conoció a su padre.

μαμάκιας

(coloquial) (ανεπίσημο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La madre de Tim lo tiene colgado de las faldas; se ha vuelto un niño de mamá.

καθίκι, κάθαρμα, τομάρι

(vulgar) (καθομιλουμένη, προσβλητικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A ese hijo de puta deberían encerrarlo de por vida.

παιδί στρατιωτικού του αμερικανικού στρατού

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Como era hija de militar, para cuando tenía 18 Jane había vivido en cinco países distintos.

μπάσταρδος

nombre masculino (μειωτικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σόι πάει το βασίλειο

(coloquial) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Va a ser un mujeriego como su padre; de tal palo, tal astilla.

πρωτότοκος, πρωτότοκη

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
¿Eres la primogénita de tus padres?

νόθο παιδί

(masculino genérico)

Hace años había tenido un hijo ilegítimo que fue adoptado por una pareja que no tenía hijos propios.

γνήσιο τέκνο

locución nominal masculina (anticuado) (ξεπερασμένο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El duque nunca se casó pero tuvo varios hijos naturales con otras mujeres.

ο Υιός του Θεού ο Μονογενής

nombre propio masculino (cristianismo) (χριστιανισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Υιός του Θεού, Ιησούς Χριστός

nombre masculino (religión)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El Hijo de Dios entregó su vida por nuestros pecados.

μοναχοπαίδι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mi mamá es hija única pero mi papá tiene cinco hermanos.
Η μητέρα μου είναι μοναχοπαίδι, αλλά ο πατέρας μου έχει πέντε αδέρφια.

ενήλικο παιδί

κάθαρμα, ρεμάλι, απόβρασμα

locución nominal con flexión de género (figurado, ofensivo) (άτομο: ανέντιμος, κακός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¡Mi ex novio es un hijo de puta!
Ο πρώην μου είναι μεγάλο κάθαρμα!

μεσαίο παιδί

locución nominal masculina

No, la mayor se casó hace dos años, la que se casa ahora es la hija del medio; la menor todavía es chica, tiene 15 años.

παιδί στρατιωτικού

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Era hijo de militares, y mi familia se mudó once veces cuando era chico.

πρωτότοκο παιδί, μεγαλύτερο παιδί

nombre masculino

μαλάκας, καριόλης, γαμιόλης

(vulgar, ofensivo) (προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
¡Ese hijoputa me robó el auto!

νόθο,εξώγαμο παιδί

locución nominal con flexión de género

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El hijo bastardo del rey no podía reclamar el trono.

απαυτός, αποτέτοιος

nombre masculino (AR) (ανεπίσημο, ευφημισμός)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Si lo llego a agarrar a ese hijo de mala madre que me estafó, lo mato.

μαμιόλης, μαμιόλα

locución nominal con flexión de género (αργκό: αντί βρισιάς)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

γιος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κάνω παιδί, κάνω μωρό

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tuvieron una hija la semana pasada, una nena preciosa, los vi tan contentos.

λεχρίτης

(vulgar) (καθομ, προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
¡Ese tipo es un hijo de puta!
Ο τύπος είναι και πολύ λεχρίτης.

νινί

locución nominal con flexión de género (αργκό, προσβλητικό, μτφ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El borracho le dijo a Rob que era un hijo de puta.

μπάσταρδος

(anticuado) (κυριολεκτικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ντόπιος

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hijo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του hijo

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.