Τι σημαίνει το quemado στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης quemado στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του quemado στο ισπανικά.

Η λέξη quemado στο ισπανικά σημαίνει που έχει καεί από τον ήλιο, καμένος, καμένος, καμένος, μήλα, μαυρισμένος, καμένος, νεκρός, μαυρισμένος, καρβουνιασμένος, μαύρισμα, μαυρισμένος, μαυρισμένος, καίω, καίω, καίω, γράφω, καίω, καίω, καυτηριάζω, καίω, αφαιρώ με φωτιά, καψαλίζω, καίω, καίω, αποτεφρώνω, βάζω φωτιά σε κτ, ανάφλεξη, ανάβω, καψαλίζω, τσουρουφλίζω, καίω, κατακαίω, καίω, καίγομαι ζωντανός, που έχει σκληρύνει από τον ήλιο, που έχει ξεραθεί από τον ήλιο, καίγομαι ζωντανός, κατακόκκινος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης quemado

που έχει καεί από τον ήλιο

(por el sol)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
El depósito quemado tuvo que ser demolido y construido de nuevo.

καμένος

adjetivo (dañado)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
El incendio devastador dejó un bloque entero de casas quemadas.

καμένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La base quemada de la sartén era difícil de limpiar.

μήλα

nombre masculino (AR) (παιχνίδι)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Siempre odié el quemado, especialmente después de que la pelota me golpeara en la cara.
Ποτέ δεν μου άρεσε να παίζω μήλα, ειδικά από τότε που η μπάλα με χτύπησε στο πρόσωπο.

μαυρισμένος

adjetivo (por el sol)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sheila estaba tan quemada después de todos sus años en el extranjero que apenas la reconocí.

καμένος

adjetivo (comida) (για φαγητό)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
El filete estaba un poco quemado pero nos lo comimos de todas formas.
New: Τα παϊδάκια έγιναν κάρβουνο και τελικά παραγγείλαμε πίτσα.

νεκρός

participio pasado (electricidad) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Aquí está el problema. El circuito está quemado y es necesario reemplazarlo.

μαυρισμένος, καρβουνιασμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Brent intentó preparar el desayuno para su esposa, pero los huevos estaban líquidos y la tostada estaba carbonizada.

μαύρισμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Erika estaba bronceada debido a todo el tiempo que había pasado en la calle durante el verano.
Η Έρικα είχε κάνει μαύρισμα από όλο τον χρόνο που είχε περάσει έξω κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.

μαυρισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Los dientes de Amanda eran muy blancos junto a su piel bronceada.
Τα δόντια της Αμάντα ήταν άσπρα και έκαναν αντίθεση με το μαυρισμένο της δέρμα. Η Ρίτα δείχνει πολύ μαυρισμένη μετά από τρεις εβδομάδες στα Μπαρμπέιντος.

μαυρισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
No puedo creer lo moreno que te has puesto en la playa.
Δεν το πιστεύω πόσο μαύρισες στην παραλία.

καίω

(general) (βάζω φωτιά σε)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quemó los documentos para que nadie pudiera verlos.
Έκαψε τα έγγραφα για να μην τα δει ποτέ κανένας.

καίω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El área era como un desierto. El calor del sol había quemado toda la vegetación.

καίω

(καταναλώνω καύσιμο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hasta el momento el avión debe de haber consumido mil litros de combustible.

γράφω

(σε CD)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Grabaré la música en un CD para ti.
Θα σου γράψω ένα CD με τα τραγούδια.

καίω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ten cuidado o quemarás las cebollas.
Πρόσεξε, αλλιώς θα κάψεις τα κρεμμύδια.

καίω

(coloquial, figurado) (μεταφορικά: θερμίδες)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Caminar por el barrio debería ayudarme a bajar esa comida.
Μια βόλτα στη γειτονιά θα κάψει μερικές από τις θερμίδες αυτού του γεύματος.

καυτηριάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El quemador quemó la mano de Krista cuando lo tocó por accidente.

καίω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αφαιρώ με φωτιά

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eliminaron las altas malezas, quemándolas.

καψαλίζω, καίω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fred quemó las fibras de la tela.

καίω, αποτεφρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La basura fue incinerada detrás del edificio.

βάζω φωτιά σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los ladrones de coches incendiaron el vehículo cuando habían terminado con él.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Κατά τη διάρκεια της πορείας στο κέντρο της πόλης πυρπολήθηκαν πολλά καταστήματα.

ανάφλεξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La combustión de hidrocarburos emite dióxido de carbono.

ανάβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Encendieron la gran pila de basura que habían acumulado.

καψαλίζω, τσουρουφλίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El fondo de la sartén se quemó (or: abrasó) en el fuego.

καίω, κατακαίω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καίω

(sol) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El sol caía a plomo sobre nuestra espalda.
Ο ήλιος έκαιγε τις πλάτες μας.

καίγομαι ζωντανός

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Juana de Arco murió quemada viva.

που έχει σκληρύνει από τον ήλιο, που έχει ξεραθεί από τον ήλιο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καίγομαι ζωντανός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Juana de Arco fue quemada viva.

κατακόκκινος

(por el sol)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Después de estar tumbado en la playa todo el día su cara estaba achicharrada.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του quemado στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.