Τι σημαίνει το tan στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tan στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tan στο ισπανικά.

Η λέξη tan στο ισπανικά σημαίνει τόσο, τόσο, εξίσου, τόσο, τόσο, εντελώς, απίστευτα, πολύ, τόσο, πολύ, τόσο, φοβερά, τρομερά, τόσο, πάρα πολύ, τρελά, εφαπτομένη, πανεύκολος, σενιαρισμένος, φτιασιδωμένος, δεν είναι κι άσχημα, όχι κι άσχημα, καλούτσικα, που έχει το θάρρος να, τόσο καλός, απόλυτα ασφαλής, πόσο μεγάλο;, ποτέ, αρκετά καλά, το συντομότερο δυνατό, όσο δυνατόν πιο γρήγορα, πόσο σύντομα, τόσο νωρίς, αμέσως, μόλις, μπορείτε παρακαλώ...;, πόσο μακριά, τόσο καλός όσο, εξίσου καλός, τόσο λίγος όσο, τόσο μικρός όσο, μέχρι, το συντομότερο δυνατόν, αχ και..., δεν βάζω και στοίχημα, τόσο μακριά όσο, δίνω ελαφρυντικά σε κπ, χαλαρώνω, νωθρός, τόσο μακρύς, τόσο συχνά, πόσο μακριά, τόσο εκτός θέματος, λυπήσου με, τόσο... όσο, και... και, είμαι ισάξιος, που έχει καθυστερήσει πολύ, τόσο... όσο, μόλις, δεν είναι έτσι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tan

τόσο

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Estaba tan enfadado que hasta se olvidó de cenar.
Ήταν τόσο θυμωμένος που ξέχασε να φάει.

τόσο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ese chico es muy guapo.
Αυτός ο τύπος είναι πολύ ωραίος!

εξίσου

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

τόσο

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¿Tienes que ser tan desagradable?

τόσο

(με επίθετο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nunca he visto un pastel tan asombroso
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν έχω ξαναδεί τέτοια ομορφιά.

εντελώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¡Qué idea tan tonta!
Τι πανηλίθια ιδέα!

απίστευτα

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
No puedo creer que alguien sea tan estúpido.

πολύ

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
No es tan fácil aprender un idioma después de los cincuenta años.
Δεν είναι και τόσο εύκολο να μάθεις μία ξένη γλώσσα μετά τα πενήντα.

τόσο

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Es tan inteligente.
Είναι τόσο έξυπνος!

πολύ

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La película no era tan buena.
Η ταινία δεν ήταν και τόσο καλή.

τόσο

adverbio (πριν από επίθετο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
No puedo creer que haya dormido tan profundamente. Puede que no me creas, pero estaba tan caluroso.
Ίσως δεν το πιστέψεις, αλλά έκανε όντως τόση ζέστη.

φοβερά, τρομερά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Él es tan aburrido.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Είναι φοβερός ορειβάτης. Σύντομα θα ανέβει στο Εβερεστ!

τόσο

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tú nunca llegarás tan lejos en tus estudios.

πάρα πολύ

adverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
¡Era tan adorable!

τρελά

(coloquial) (μτφ, ανεπίσημο: πολύ)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Brr, ¡hoy hace un frío del carajo!
Μπρρρ. Κάνει τρελό κρύο σήμερα!

εφαπτομένη

nombre femenino (abreviatura, tangente) (τριγωνομετρία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πανεύκολος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Aprender a hacer pochoclo en casa es tan simple como el abecé.

σενιαρισμένος, φτιασιδωμένος

locución adjetiva (PR) (αργκό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¿Y dónde crees que vas, así tan guapo?
Και που ακριβώς νομίζεις πως θα πας έτσι σενιαρισμένος;

δεν είναι κι άσχημα, όχι κι άσχημα, καλούτσικα

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pensé que iba a odiar mi nuevo trabajo, pero no está tan mal.
Νόμιζα πως θα μισήσω την καινούργια μου δουλειά αλλά δεν είναι κι άσχημα.

που έχει το θάρρος να

locución adjetiva (formal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Anna era tan audaz como para cuestionar la decisión de su jefe en su propia cara.

τόσο καλός

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
¡Qué rico, esta torta está muy buena!

απόλυτα ασφαλής

locución adjetiva

πόσο μεγάλο;

expresión (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Qué tan grande quieres tu porción de torta de chocolate?
Πόσο μεγάλη μερίδα θέλεις από αυτό το σοκολατένιο κέικ; Πόσο μεγάλο είναι το κρουαζιερόπλοιο;

ποτέ

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Jamás fue tan feliz como cuando renunció a su trabajo.

αρκετά καλά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Aunque no soy un experto, no estuvo tan mal la comida.

το συντομότερο δυνατό, όσο δυνατόν πιο γρήγορα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Es preciso que hable contigo lo antes posible.
Είναι επιτακτική ανάγκη να σου μιλήσω το συντομότερο δυνατό.

πόσο σύντομα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¿Cuán pronto puedo tener una consulta con el doctor?

τόσο νωρίς

adverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Nunca antes había llegado tan temprano.

αμέσως, μόλις

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Pagaré tu boleto en cuanto hagas la reserva.
Μόλις κάνεις την κράτηση θα πληρώσω το εισιτήριό σου.

μπορείτε παρακαλώ...;

expresión (formal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¿Sería tan amable de decirme dónde queda el baño?
Μπορείτε παρακαλώ να μου πείτε που βρίσκεται το μπάνιο;

πόσο μακριά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿A qué distancia está la gasolinera más cercana? ¿A qué distancia puedes llegar con el tanque lleno de gasolina?
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πόσο μακριά είναι το κοντινότερο βενζινάδικο από εδώ;

τόσο καλός όσο, εξίσου καλός

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Él es tan bueno en matemáticas como mi hermano.

τόσο λίγος όσο, τόσο μικρός όσο

(cantidad)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tan poco como dos gramos alcanzan para matarte.

μέχρι

locución conjuntiva

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Trata de arrojarlo tan lejos como puedas.

το συντομότερο δυνατόν

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Por favor respondeme tan pronto como te sea posible.

αχ και...

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Si solo tuviera un millón de dólares!
Μακάρι να είχα ένα εκατομμύριο δολάρια!

δεν βάζω και στοίχημα

locución interjectiva

Jessica cree que va a obtener el trabajo, pero yo no estaría tan seguro.

τόσο μακριά όσο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El nuevo almacén está igual de lejos que el viejo.
Το νέο παντοπωλείο είναι τόσο μακριά όσο και το παλιό.

δίνω ελαφρυντικά σε κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χαλαρώνω

(για κτ, σε σχέση με κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

νωθρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Por el modo de andar tan lento de Tamsin, se podía ver que no quería ir de paseo.
Από το νωθρό περπάτημα της Τάμσιν φαινόταν ότι δεν ήθελε πραγματικά να έρθει για περίπατο.

τόσο μακρύς

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La cuerda era tan larga, que gran parte colgaba en el suelo.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. «Το σκοινί ήταν τόσο μακρύ,» εξήγησε ο θείος μου, δείχνοντας με τα χέρια του ανοιχτά.

τόσο συχνά

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Hace esto tan frecuentemente, ojalá dejara de hacerlo.

πόσο μακριά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Esta aplicación me dice qué distancia he trotado.

τόσο εκτός θέματος

locución preposicional

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Crece por igual en terrenos tan distintos como la orilla del mar y la cima de una montaña.

λυπήσου με

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡No seas tan duro! Timmy es solo un niño y no tuvo intención de dañar a nadie.

τόσο... όσο

locución adverbial (comparativo)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Mi jardín es casi tan largo como una cancha de fútbol.
Ο κήπος μου έχει μήκος όσο ένα γήπεδο ποδοσφαίρου.

και... και

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Es tanto guapo como alto.
Είναι ψηλός και όμορφος.

είμαι ισάξιος

locución verbal (με κπ/κτ ή με γενική)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Lamentablemente, la realidad del modelaje no era tan buena como Tracy soñaba.

που έχει καθυστερήσει πολύ

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τόσο... όσο

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pobre niño: ¡es tan feo como su padre!

μόλις

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Tan pronto como llegues, quítate el abrigo.

δεν είναι έτσι

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tan στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του tan

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.