Τι σημαίνει το querido στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης querido στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του querido στο πορτογαλικά.

Η λέξη querido στο πορτογαλικά σημαίνει αγαπημένος, λατρεμένος, που τον συμπαθούν πολύ, στην καρδιά σου, αγαπούλα, αγαπημένε, αγαπημένη, αγάπη μου, αγάπη μου, αγαπούλα μου, ο γλυκός μου, η γλυκιά μου, αγαπημένος, αγαμημένε μου, γλυκέ μου, γλυκιά μου, ζουζουνάκι, αγαπουλίνι, μωρουλίνι, γλυκουλίνι, κουτσούνι, κουτσουνάκι, αγόρι μου, κορίτσι μου, αγαπητός, γλυκός, καλός, καρδούλα μου, ψυχούλα μου, αγαπητή μου, αγαπητέ, αγαπητή, αγαπημένε, αγαπημένη, γλυκέ μου, γλυκιά μου, αγαπητέ, αγαπητή, αγαπημένος, αγαπούλα, απαραίτητος, αναγκαίος, αγάπη μου, αξιαγάπητος, αξιολάτρευτος, γλυκέ μου, γλυκιά μου, αγάπη μου, αγάπη, αγάπη μου, αγαπημένος, αγαπημένος, διάσημος, γνωστός, αγαπημένος, γλυκός σαν μέλι, αξιαγάπητος, αξιοθαύμαστος, θαυμαστός, αγαπημένος, πολυαγαπημένος, μωρό, μωράκι, πολυχρησιμοποιημένος, αγαπημένος, αγαπημένη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης querido

αγαπημένος, λατρεμένος

adjetivo (pessoa: amado)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Η αγαπημένη (or: λατρεμένη) μας γιαγιά έφυγε από αυτόν τον κόσμο πριν από έναν χρόνο.

που τον συμπαθούν πολύ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στην καρδιά σου

adjetivo (adorado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αγαπούλα

(abrev. de) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αγαπημένε, αγαπημένη

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αγάπη μου

substantivo masculino (forma carinhosa de tratamento) (προσφώνηση)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Querido, faça um café para mim e dê uma massagem nas minhas costas.
Αγάπη μου, φτιάξε μου, σε παρακαλώ, έναν καφέ και κάνε μου λίγο μασάζ.

αγάπη μου, αγαπούλα μου

(informal)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ο γλυκός μου, η γλυκιά μου

(pessoa cativante)

αγαπημένος

adjetivo (amado)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Sim, querido irmão.
Ναι, αγαπημένε (or: αγαπητέ) μου αδερφέ.

αγαμημένε μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γλυκέ μου, γλυκιά μου

(vocativo, afetuoso) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Você teve um bom dia no trabalho, querido?
Είχες μια καλή μέρα στην δουλειά, γλυκέ μου;

ζουζουνάκι, αγαπουλίνι, μωρουλίνι, γλυκουλίνι, κουτσούνι, κουτσουνάκι

(termo de afeto) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αγόρι μου, κορίτσι μου

substantivo masculino (termo carinhoso)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αγαπητός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Somos gratos a nosso querido doutor.
Είμαστε υποχρεωμένοι στον αγαπητό μας γιατρό.

γλυκός, καλός

(figurado, informal, pessoa afável)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Obrigada por me ajudar com aquele trabalho; você é um querido!
Ευχαριστώ που με βοήθησες με αυτή την δουλειά· είσαι τόσο γλυκός.

καρδούλα μου, ψυχούλα μου

(termo de afeto) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Olá, querido, como você está hoje?
Γεια σου, αγάπη μου, πώς είσαι σήμερα;

αγαπητή μου

(informal) (παλαιό: κάπως τυπικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Você está bem aquecido, querido?
Είσαι αρκετά ζεστά, αγαπητή μου;

αγαπητέ, αγαπητή

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αγαπημένε, αγαπημένη

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γλυκέ μου, γλυκιά μου

substantivo masculino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Venha e sente-se perto de mim, querido.

αγαπητέ, αγαπητή

substantivo masculino (informal)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

αγαπημένος

substantivo masculino (σύντροφος)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Dá uma rosa para o teu querido.
Πρόσφερε στην καλή σου ένα τριαντάφυλλο.

αγαπούλα

substantivo masculino (informal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απαραίτητος, αναγκαίος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Αυτό που μου αρέσει στη σχέση μας είναι πως με κάνει να νοιώθω ότι του είμαι απαραίτητη (or: αναγκαία).

αγάπη μου

interjeição (informal, expressão de carinho)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Você pode pegar aquela caixa para mim, querido?
Μπορείς να μου φέρεις εκείνο το κουτί, αγάπη μου;

αξιαγάπητος, αξιολάτρευτος

substantivo masculino (pessoa adorável)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Que amor que você é!
Είσαι γλύκας!

γλυκέ μου, γλυκιά μου

substantivo masculino (forma carinhosa de tratamento)

αγάπη μου

(tratamento de afeto)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αγάπη, αγάπη μου

substantivo masculino

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Você pode me dar o controle remoto, por favor, amor?
Αγάπη (or: Αγάπη μου), μπορείς να μου δώσεις το τηλεκοντρόλ;

αγαπημένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

αγαπημένος

adjetivo (favorito)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

διάσημος, γνωστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Οι αντσούγιες δεν είναι γνωστές σε πολλούς ανθρώπους. Η Τρίσια είναι διάσημη με όλους τους συμμαθητές της,

αγαπημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Όταν και οι δύο γιοι της της προσέφεραν λουλούδια για τη γιορτή της μητέρας ένιωσε ότι την αγαπούν.

γλυκός σαν μέλι

(adorável, muito bonito) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αξιαγάπητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Havia vinte crianças naquela sala, todas elas adoráveis.
Υπήρχαν είκοσι παιδιά σε αυτή την τάξη, όλα τους αξιαγάπητα.

αξιοθαύμαστος, θαυμαστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αγαπημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
O primeiro poema que ele escreveu foi para o seu amor.

πολυαγαπημένος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μωρό, μωράκι

substantivo masculino (καθομιλουμένη, μτφ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Amor (or: Querido), você pode mandar essa carta amanhã?

πολυχρησιμοποιημένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

αγαπημένος, αγαπημένη

substantivo masculino (ερωτική σχέση)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του querido στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.