Τι σημαίνει το ran στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ran στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ran στο Αγγλικά.

Η λέξη ran στο Αγγλικά σημαίνει Ραν, τρέχω, χρησιμοποιώ, τρέχω, χειρίζομαι, συντηρώ, τρέχω, δουλεύω, τρέξιμο, αγώνας δρόμου, εκδρομή, διαδρομή, τρύπα, σειρά, κέντα χρώμα, run, υποψηφιότητα, μετανάστευση, πίστα, εκτύπωση, -, περίφραξη, κλίμακα, μεγάλη ζήτηση, τροπή, είδος, τρέχω, διάρροια, τρέχω, τρέχω, -, μεταναστεύω, τρέχω, τερματίζω, έχω δρομολόγιο, κάνω δρομολόγιο, εκτελώ δρομολόγιο, ανεβαίνω, σκαρφαλώνω, πλέω, έρχομαι, χάνω πόντους, διαρκώ, τρέχω, είμαι διατυπωμένος, είμαι υποψήφιος, φεύγω, περνάω, τρέχω, τρέχω, κυλάω, χύνομαι, εκτείνομαι, τρέχω, γίνομαι, λειτουργώ, δημοσιεύομαι, βγαίνω, τρέχω σε κπ, περνάω κτ πάνω από κτ, γλιστράω κτ πάνω από κτ, μεταφέρω, πηγαίνω, κάνω, κυνηγάω, κυνηγώ, βάζω να τρέξουν σε αγώνες, κοστίζω, στοιχίζω, παίρνω, περνάω, περνώ, διατρέχω, διοικώ, διευθύνω, βάζω δρομολόγιο, πάω, πηγαίνω, περνάω γρήγορα, περνάω, περνώ, διακινώ λαθραία, διακινώ παράνομα, δημοσιεύω, υπολογίζω, κατεβάζω υποψήφιο, διοικώ, διευθύνω, διατρέχω, ρίχνω, -, χρεώνω, περνάω κτ πάνω από κτ, γλιστράω κτ πάνω από κτ, αθλητής ο οποίος έχασε, αθλητής ο οποίος συνήθως χάνει, όχι ιδιαιτέρως γνωστός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ran

Ραν

noun (Scandinavian mythology: sea goddess)

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)

τρέχω

intransitive verb (go quickly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
How fast can you run?
Πόσο γρήγορα μπορείς να τρέξεις;

χρησιμοποιώ

transitive verb (operate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It costs a lot to run this machine.
Η λειτουργία του μηχανήματος κοστίζει πολλά.

τρέχω

transitive verb (cover a distance)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He runs three miles every morning.
Κάνει τρία χιλιόμετρα τζόκινγκ κάθε μέρα.

χειρίζομαι

transitive verb (operate a machine)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Do you know how to run a gas generator?
Ξέρεις να χειρίζεσαι γεννήτριες με αέριο;

συντηρώ

transitive verb (maintain)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It costs more and more to run this car each year.
Κάθε χρόνο κοστίζει όλο και περισσότερο να συντηρώ αυτό το αυτοκίνητο.

τρέχω

transitive verb (computer, etc.: use) (ζαργκόν: υπολογιστές)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Abby runs three computers at the same time in her office.
Η Άμπι τρέχει συγχρόνως τρεις υπολογιστές στο γραφείο της.

δουλεύω

intransitive verb (operate, work)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Maria left the computer program to run overnight.
Η Μαρία άφησε το πρόγραμμα του υπολογιστή να τρέχει όλη νύχτα.

τρέξιμο

noun (jog)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I'm going for a run.
Πάω για τρέξιμο.

αγώνας δρόμου

noun (race)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We're organizing a run for charity this weekend.
Οργανώνουμε έναν φιλανθρωπικό αγώνα δρόμου αυτό το σαββατοκύριακο.

εκδρομή

noun (short trip)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Let's go for a run in the country.

διαδρομή

noun (route)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The Paddington to Penzance run is almost six hours long.

τρύπα

noun (US (tights, stockings: rip)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I have a run in my tights.
Έχει φύγει ένας πόντος στο καλσόν μου.

σειρά

noun (series)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We've had quite a run of bad luck lately.
Είχαμε μία σειρά από ατυχίες τώρα τελευταία.

κέντα χρώμα

noun (series of cards)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
A "run" in cards is a sequence of the same suit.

run

noun (cricket, baseball: score)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
They scored twelve runs in the first over.

υποψηφιότητα

noun (election campaign)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His run for office ended in failure.

μετανάστευση

noun (fish: migration)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He's gone up to Alaska for the salmon run.

πίστα

noun (track)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They built a new bobsled run for the Olympics.

εκτύπωση

noun (print run)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This book will have a run of 10,000 copies.
Ο αριθμός αντιτύπων για αυτό το βιβλίο θα είναι 10.000.

-

noun (length) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
You'll need a two-metre run of cable.
Θα χρειαστείς δύο μέτρα καλώδιο.

περίφραξη

noun (fenced area) (χώρος που περικλείεται)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They put up a chicken run in the back yard.
Έφτιαξαν μια περίφραξη για τις κότες στην πίσω αυλή.

κλίμακα

noun (music: roulade)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He played the run beautifully.

μεγάλη ζήτηση

noun (strong demand)

We've had a run on these teapots since they went on special offer.

τροπή

noun (direction of change)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The run of events has not been favourable.

είδος

noun (typical kind)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She's different from the typical run of candidates.

τρέχω

noun (dash)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His run for the bus was clearly pointless - he was much too far away to stand a chance of catching it.
Η τρεχάλα του δεν είχε νόημα, ήταν πολύ μακριά από το λεωφορείο και δεν υπήρχε ελπίδα να το προλάβει.

διάρροια

plural noun (slang (diarrhoea)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Those greasy tacos I ate at 2 in the morning gave me the runs.

τρέχω

intransitive verb (flee)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Run for your lives!

τρέχω

intransitive verb (spread) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Her tears fell on the letter and made the ink run. Don't wash that new shirt with the sheets, the colour will run.

-

intransitive verb (informal (keep company with) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
He runs around with the wrong kind of people.
Κάνει παρέα με λάθος άτομα.

μεταναστεύω

intransitive verb (migrate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The salmon run in the spring.

τρέχω

intransitive verb (race)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He likes to run in competitions.

τερματίζω

intransitive verb (horse racing: finish)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My horse ran third.

έχω δρομολόγιο, κάνω δρομολόγιο, εκτελώ δρομολόγιο

intransitive verb (transport: ply)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The bus runs every day but Sunday.

ανεβαίνω, σκαρφαλώνω

intransitive verb (climb)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We're trying to get the roses to run along the trellis.

πλέω

intransitive verb (sail)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We ran along the shore before pulling into the port.

έρχομαι

intransitive verb (go with)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Will you run to the shops with me?

χάνω πόντους

intransitive verb (thread: unravel)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My stockings are starting to run.

διαρκώ

intransitive verb (continue)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The programme runs for two years.

τρέχω

intransitive verb (extend) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The cable runs between the walls.

είμαι διατυπωμένος

intransitive verb (be worded)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The agreement runs as follows...

είμαι υποψήφιος

intransitive verb (stand for office)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
He's running for the presidency.

φεύγω

intransitive verb (transport: depart)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When does the bus run?

περνάω

intransitive verb (travel) (από κάπου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The highway runs along the valley.

τρέχω

intransitive verb (glide, pass freely) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The cable runs through this pulley.

τρέχω, κυλάω

intransitive verb (flow strongly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The blood ran down his back.

χύνομαι

intransitive verb (empty)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The wastewater runs into the gutter.

εκτείνομαι

intransitive verb (range)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Our product line runs from basic to luxury.

τρέχω

intransitive verb (discharge fluid) (τα δάκρυα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
His eyes ran with tears.
Τα μάτια του είχαν δακρύσει.

γίνομαι

intransitive verb (become)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The tap ran dry.

λειτουργώ

intransitive verb (business, etc.: operate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It requires a lot of energy to keep this business running.

δημοσιεύομαι

intransitive verb (be printed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The ad will run in tomorrow's paper.

βγαίνω

intransitive verb (be of a given dimension) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Peaches are running small this season.
Τα ροδάκινα βγήκαν μικρά φέτος.

τρέχω σε κπ

(figurative, informal (have recourse to) (συχνά αποδοκιμασίας)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He always runs to the teacher if you make fun of him.

περνάω κτ πάνω από κτ, γλιστράω κτ πάνω από κτ

(glide over)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Larry let his fingers run across the tactile surface of the sculpture.

μεταφέρω, πηγαίνω

transitive verb (livestock: make run)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It's time to run the cattle to their new pasture.

κάνω

transitive verb (errand)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I have a few errands to run.
Έχω να κάνω μερικές δουλίτσες.

κυνηγάω, κυνηγώ

transitive verb (chase)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The dogs were running a fox.

βάζω να τρέξουν σε αγώνες

transitive verb (make compete)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He runs greyhounds on the weekends.

κοστίζω, στοιχίζω

transitive verb (cost) (σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
That new roof could run you several thousand. The cost of a new roof could run to several thousand dollars.
Η νέα στέγη μπορεί να σου κοστίσει αρκετές χιλιάδες.

παίρνω

transitive verb (follow)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We should just let events run their course.
Ας αφήσουμε απλά τα γεγονότα να πάρουν το δρόμο τους.

περνάω, περνώ

transitive verb (extend)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They ran a telegraph cable under the Atlantic.

διατρέχω

transitive verb (traverse)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The mountain range runs over half the country.

διοικώ, διευθύνω

transitive verb (act unsupervised)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She is quite capable of running the whole firm alone.

βάζω δρομολόγιο

transitive verb (cause to ply a route)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They should run a bus to this town.

πάω, πηγαίνω

transitive verb (convey)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Can you run this letter to the post office?

περνάω γρήγορα

transitive verb (pass quickly)

She ran a brush through her hair. Rob ran a hand through his thick, dark hair.

περνάω, περνώ

transitive verb (get past)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The police stopped him for running a red light.

διακινώ λαθραία, διακινώ παράνομα

transitive verb (smuggle)

They used to run alcohol across the border during Prohibition.

δημοσιεύω

transitive verb (print, publish)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
All the papers are running the story about the political scandal this morning. This magazine runs a lot of ads for cars.
Όλες οι εφημερίδες δημοσίευσαν την είδηση για το πολιτικό σκάνδαλο σήμερα το πρωί. Αυτό το περιοδικό δημοσιεύει πολλές διαφημίσεις για αυτοκίνητα.

υπολογίζω

transitive verb (process)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's run the numbers and see if it will work. The computer seems to be running the program without a problem.

κατεβάζω υποψήφιο

transitive verb (sponsor a candidate)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The party wanted to run her for the senate seat.
Το κόμμα ήθελε να την κατεβάσει υποψήφια για μια θέση στη γερουσία.

διοικώ, διευθύνω

transitive verb (manage)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Helen is the one who really runs the office.

διατρέχω

transitive verb (expose oneself to danger)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We don't want to run the risk of being sued.

ρίχνω

transitive verb (let liquid flow)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let me run you a bath.

-

transitive verb (accumulate a debt) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
He runs a tab at the local bar. This business has been running a large overdraft for the last year.
Έχει λογαριασμό στο μπαρ της γειτονιάς του και πίνει βερεσέ. Αυτή η εταιρεία κάνει πολλές υπεραναλύψεις τον τελευταίο χρόνο.

χρεώνω

transitive verb (add to an account)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Can you run it to my tab?

περνάω κτ πάνω από κτ, γλιστράω κτ πάνω από κτ

(glide over)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She ran her fingers over the fine silk.

αθλητής ο οποίος έχασε

noun (competitor: does not win)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αθλητής ο οποίος συνήθως χάνει

noun (pejorative (competitor: rarely wins)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

όχι ιδιαιτέρως γνωστός

noun (informal, figurative, pejorative ([sb]: not successful)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ran στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.