Τι σημαίνει το random στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης random στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του random στο Αγγλικά.

Η λέξη random στο Αγγλικά σημαίνει τυχαίος, αυθαίρετος, τυχαίος, τυχαίος, χωρίς συγκεκριμένο σκοπό, ασυνάρτητος, ασύνδετος, ξεκάρφωτος, άσχετος, κουλό, κουφό, τυχαία, στην τύχη, μη τυχαίος, μνήμη, τυχαία αναπαραγωγή, τυχαίο δείγμα, τυχαία δειγματοληψία, αδέσποτη σφαίρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης random

τυχαίος

adjective (not weighted or biased)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The computer generated a random number.
Ο υπολογιστής παρήγαγε έναν τυχαίο αριθμό.

αυθαίρετος

adjective (arbitrary)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The rules are completely random and serve no real purpose!

τυχαίος

adjective (fortuitous)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
If it hadn't been for a random meeting, I might never have seen her again.
Αν δεν ήταν εκείνη η τυχαία συνάντηση μπορεί να μην την ξανάβλεπα.

τυχαίος

adjective (statistics: taken at random)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
With a given random sample of forty, what is the probability?
Ποια είναι η πιθανότητα έχοντας ένα τυχαίο δείγμα των σαράντα;

χωρίς συγκεκριμένο σκοπό

adjective (aimless)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tim believes random wandering is the best way to know a city.

ασυνάρτητος, ασύνδετος

adjective (haphazard)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The scholar tries to use random logic to support his arguments.

ξεκάρφωτος, άσχετος

adjective (informal (unpredictable or unexpected) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I was sitting there and this random guy asked me to go out with him.

κουλό, κουφό

interjection (slang (indicating surprise) (αργκό, μεταφορικά)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Carly plays ukulele? Random!

τυχαία, στην τύχη

adverb (in arbitrary way)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Study participants were selected at random.
Οι συμμετέχοντες στη μελέτη επιλέχτηκαν τυχαία.

μη τυχαίος

adjective (not happening by chance)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μνήμη

noun (computing: storage space) (Η/Υ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My first computer only had 16 kilobytes, but nowadays personal computers have 1 gigabyte or more of random access memory.

τυχαία αναπαραγωγή

noun (music player: shuffle setting)

I changed the setting on the music player to random play.

τυχαίο δείγμα

noun (chosen by chance)

The researchers used a random sample of the local population for their study.

τυχαία δειγματοληψία

noun (statistics: way of choosing group)

αδέσποτη σφαίρα

noun (shot not aimed at anything)

Jim was gunned down by a random shot during the New Year's Eve party.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του random στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του random

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.