Τι σημαίνει το rapproché στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rapproché στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rapproché στο Γαλλικά.

Η λέξη rapproché στο Γαλλικά σημαίνει φέρνω πιο κοντά, πλησιάζω, ενώνω, συνδέω, συνδέω, κοντά ο ένας στον άλλο, σώμα με σώμα, που είναι κοντά, κοντινός, δένομαι, πλησιάζω, προσεγγίζω, πλησιάζω, έρχομαι κοντά, προσεγγίζω, πλησιάζω, πλησιάζω, πλησιάζω με σκοπό να επιτεθώ, προσάγω, πλησιάζω, επικοινωνώ, έρχομαι σε επαφή, προσεγγίζω, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι, πλησιάζω, προσεγγίζω, απλώνω χέρι, πλησιάζω, πλησιάζω σε κτ, πλησιάζω, προσεγγίζω, συνδέω κτ με κτ, έρχομαι κοντά, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι, πιο κοντά, δένομαι, κοντά, πλησιάζω, πλοηγούμαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rapproché

φέρνω πιο κοντά

verbe transitif (figuré)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ils étaient méfiants l'un envers l'autre, mais ces deux mois de colocation forcée les ont rapprochés.

πλησιάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ενώνω, συνδέω

verbe transitif (mettre en contact) (μτφ: κάτι/κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Internet relie (or: rapproche) les gens du monde entier.
Το διαδίκτυο φέρνει κοντά ανθρώπους από όλον τον κόσμο.

συνδέω

(κτ με κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
C'est une excellente idée, mais elle ne semble pas correspondre au reste du roman. Je ne suis pas sûr de pouvoir la relier (or: rapprocher).

κοντά ο ένας στον άλλο

adjectif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si ses yeux n'étaient pas aussi rapprochés, il serait presque beau.

σώμα με σώμα

adjectif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Malgré les nouvelles armes, les soldats doivent encore apprendre les techniques de combat rapproché.
Ακόμα και με τα σύγχρονα όπλα, οι στρατιώτες πρέπει να μάθουν την τεχνική της μάχης σώμα με σώμα.

που είναι κοντά

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Justin a les sourcils rapprochés.

κοντινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le photographe prend des photos en gros plan du mannequin.

δένομαι

(μεταφορικά: διαδικασία)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Julie a le sentiment qu'il lui faut plus de temps pour qu'elle noue des liens avec son nouveau chiot.
Η Τζούλη πιστεύει πως χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να δεθεί με το νέο της σκυλάκι.

πλησιάζω, προσεγγίζω

verbe pronominal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le cerf s'est mis à courir quand les loups se sont rapprochés.
Το ελάφι άρχισε να τρέχει καθώς πλησίαζαν οι λύκοι.

πλησιάζω, έρχομαι κοντά, προσεγγίζω

verbe pronominal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Viens, rapproche-toi de la scène, tu entendras mieux.

πλησιάζω

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πλησιάζω

verbe pronominal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'ennemi se rapprochait ; le soldat a serré son fusil et s'est préparé à se battre à mort.

πλησιάζω με σκοπό να επιτεθώ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Au signal, les policiers se sont rapidement approchés du suspect et l'ont arrêté.

προσάγω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πλησιάζω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Plus vite ! La police se rapproche (de nous) !
Οδήγα γρηγορότερα! Οι μπάτσοι μας πλησιάζουν!

επικοινωνώ, έρχομαι σε επαφή

(soutenu)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Laissez-moi me rapprocher de mon avocat pour voir ce qu'il dira.

προσεγγίζω, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Au fur et à mesure que nous nous approchions, l'air devenait de plus en plus enfumé.
Καθώς πλησιάζαμε ο αέρας άρχισε να γίνεται βαρύς από τον καπνό.

πλησιάζω, προσεγγίζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cette sauce est proche de celle que nous avons mangée en Italie l'été dernier.
Η σάλτσα πλησιάζει αυτήν που δοκιμάσαμε πέρυσι το καλοκαίρι στην Ιταλία.

απλώνω χέρι

(relation) (μεταφορικά)

πλησιάζω

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
En se rapprochant, John vit de plus en plus de détails.
Καθώς πλησίαζε πιο κοντά, ο Τζον μπορούσε να δει όλο και περισσότερες λεπτομέρειες.

πλησιάζω σε κτ

En nous approchant du portail, il s'est ouvert automatiquement.

πλησιάζω, προσεγγίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le boxeur s'approche de son adversaire avec précaution.
Ο μποξέρ ζύγωσε (or: πλεύρισε) τον αντίπαλό του προσεκτικά.

συνδέω κτ με κτ

Les inspecteurs essaient de relier (or: rapprocher) les témoignages et les images vidéos avec ce qu'ils suspectent est arrivé.

έρχομαι κοντά

verbe pronominal (devenir plus intime) (μεταφορικά)

On dirait que Mike et Susan se sont vraiment rapprochés ces derniers temps !

πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nous nous rapprochons de la fin de l'année mais j'espère que vous n'oubliez pas de rester concentrés sur les cours.
Καθώς πλησιάζουμε στο τέλος της σχολικής χρονιάς, ελπίζω ότι θα παραμείνετε συγκεντρωμένοι στα μαθήματά σας.

πιο κοντά

(dans l'espace)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Si tu as froid, assieds-toi plus près du radiateur.

δένομαι

(μεταφορικά: με κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό και αλληλοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελούν τα υποκείμενα επιστρέφει στα ίδια τα υποκείμενα, π.χ. αγαπιούνται (=αγαπάνε ο ένας τον άλλον) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αλληλο-)
Δεν πήρε πολύ καιρό στην Τζάνετ να δεθεί με τους θετούς γονείς της.

κοντά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πλησιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'avion approchait de l'aéroport.
Το αεροπλάνο που προσγειωνόταν προσέγγισε το αεροδρόμιο.

πλοηγούμαι

verbe pronominal (επίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nous nous rapprochons de notre cible.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rapproché στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του rapproché

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.