Τι σημαίνει το raison στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης raison στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του raison στο Γαλλικά.

Η λέξη raison στο Γαλλικά σημαίνει λόγος, λόγος, πνευματική υγεία, σκοπός, σύνεση, λογικότητα, σκοπός, λόγος, λόγος, μυαλό, αιτία, σκοπός, νους, επιχειρηματολογώ, σκοπός, ασήμαντος, γιατί, επειδή, καλά, ανεξήγητα, ανώφελα, αχρείαστα, άσκοπα, απόλυτα σωστός, σωστός, απολύτως σωστός, χωρίς λόγο, για κάποιον λόγο, επομένως, συνεπώς, χωρίς αιτία, για το τίποτα, χωρίς λόγο, για ποιό λόγο, για οποιονδήποτε λόγο, χωρίς αιτία και αφορμή, χωρίς λόγο, δεδομένης της κατάστασης, λόγω, εξαιτίας, εξαιτίας, εξαιτίας, λόγω, για αυτόν τον λόγο, ο αυτοσκοπός, αιτία, λευκός γάμος, γάμος λόγω εγκυμοσύνης, αιτία πανικού, καλός λόγος, λόγος ύπαρξης, λόγος, απώτερο κίνητρο, υποβόσκουσα αιτία, όνομα οργανισμού, ονομασία οργανισμού, εμπορική ονομασία, εμπορική επωνυμία, φωνή της λογικής, το Α και το Ω, βασικός λόγος, η αιτία που, η αιτία για την οποία, εξαιτίας, ακούω τη φωνή της λογικής, αποδεικνύω, ζω για κτ, ζω και αναπνέω για κτ, βάζω μυαλό, φοβάμαι ότι χάνω τα λογικά μου, έχω δίκιο, είμαι απίστευτος, λόγος, πιθανή αιτία, χωρίς αιτία, για το τίποτα, έχω δίκιο, εξαιτίας, λόγω, άσχετα, που έχει το δίκιο με το μέρος του. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης raison

λόγος

(explication)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Quelle est la raison de votre absence aux cours hier ?
Τι δικαιολογία έχεις που δεν ήρθες σχολείο χτες;

λόγος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La raison du malentendu était une méchante rumeur.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η επιθυμία του να πάρει προαγωγή ήταν η αιτία τη ύπουλης συμπεριφοράς του.

πνευματική υγεία

(santé mentale)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Il a perdu la raison à l'âge de trente ans et a été admis dans un hôpital psychiatrique.
Έχασε τα λογικά του στην ηλικία των τριάντα και εισήχθη σε ψυχιατρική κλινική.

σκοπός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σύνεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il n'y a aucune raison de faire le même travail deux fois.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είχε τη σύνεση να επιστρέψει σπίτι πριν αρχίσει να βρέχει.

λογικότητα

(ιδέας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Est-ce que tu remets en question la raison de ma décision de me marier ?
Αμφισβητείς τη λογικότητα της απόφασής μου να παντρευτώ;

σκοπός, λόγος

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le suspect doit démontrer qu'il a agi pour de bonnes raisons.
Ο ύποπτος πρέπει να αποδείξει πως ενέργησε για καλό σκοπό.

λόγος

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Quelle est la raison de ce vacarme ?

μυαλό

nom féminin (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le pauvre homme a perdu la tête.
Ο καημένος ο άνθρωπος έχασε τα μυαλά του.

αιτία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sur quelle base fondez-vous vos conclusions ?
Η δικαστής είπε ότι δεν είχε λόγο να πιστεύει ότι θα έκανε και άλλο αδίκημα.

σκοπός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Quel est le but (or: l'objet) de cette visite au magasin ?
Τι σκοπό έχει αυτή η βόλτα στο μαγαζί;

νους

(Philosophie)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Les étudiants discutaient du concept de l'esprit (or: l'intellect) dans le néo-platonisme.

επιχειρηματολογώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dans les débats, un bon orateur va raisonner alors qu'un mauvais va faire appel aux émotions.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πρέπει να επιχειρηματολογήσεις επαρκώς για να υποστηρίξεις τις θέσεις σου.

σκοπός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mon but (or: Mon objectif) dans la vie est de servir les autres.
Ο σκοπός της ζωής μου είναι να υπηρετώ τους άλλους.

ασήμαντος

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

γιατί, επειδή

(εξαιτίας)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Il a eu des devoirs supplémentaires pour les gros mots qu'il avait dits en classe.
Του έδωσαν επιπλέον δουλειά για το σπίτι για τις βρισιές που είπε στην τάξη.

καλά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Vous avez bien fait de dire la vérité au médecin.

ανεξήγητα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ανώφελα, αχρείαστα, άσκοπα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

απόλυτα σωστός

locution verbale (απάντηση)

Comment tu connaissais la réponse ? Tu as complètement raison ! Tu avais complètement raison pour ce mec : c'est vraiment un sale type !

σωστός, απολύτως σωστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χωρίς λόγο

(soutenu)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Il me crie dessus sans aucune raison et je n'arrive pas à comprendre pourquoi.

για κάποιον λόγο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Pour une raison que j'ignore, mon ordinateur s'est mis à planter à chaque fois que j'allais sur Internet.

επομένως, συνεπώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Elle est toujours très drôle aux soirées. C'est pourquoi je regrette son absence ce soir.

χωρίς αιτία, για το τίποτα, χωρίς λόγο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il salue souvent les étrangers dans la rue, comme ça, sans raison particulière.

για ποιό λόγο

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pour quelle raison arrives-tu à la maison deux heures en retard ?

για οποιονδήποτε λόγο

adverbe

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χωρίς αιτία και αφορμή, χωρίς λόγο

adverbe

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

δεδομένης της κατάστασης

conjonction

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il ne s'est pas présenté devant le juge, c'est la raison pour laquelle sa demande de caution a été rejetée.

λόγω, εξαιτίας

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Οι γονείς σου σε τιμώρησαν εξαιτίας (or: λόγω) της ανυπακοής σου.

εξαιτίας

(με γενική)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Le pique-nique a été annulé à cause de la pluie (or: en raison de la pluie).
Το πικ νικ ακυρώνεται εξαιτίας της βροχής.

εξαιτίας, λόγω

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

για αυτόν τον λόγο

adverbe

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pour cette raison, je me vois contraint de démissionner de mon poste de ministre des affaires administratives.
Για αυτόν τον λόγο δυστυχώς παραιτούμαι από τη θέση του Υπουργού Διοικητικών Υποθέσεων.

ο αυτοσκοπός

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αιτία

nom féminin (για κάτι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Une étincelle fut la cause de l'explosion.
Μία σπίθα ήταν η αιτία της έκρηξης.

λευκός γάμος

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
La royauté a toujours préféré les mariages de convenance (or: de raison) aux mariages d'amour.

γάμος λόγω εγκυμοσύνης

nom masculin (κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Oui, c'était vraiment un mariage précipité : la mariée a accouché pendant la réception.

αιτία πανικού

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλός λόγος

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Elle devait avoir une bonne raison de dire ce qu'elle a dit sur lui.

λόγος ύπαρξης

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
J'ai parfois l'impression que sa raison d'être, c'est de manger.

λόγος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La musique est sa raison de vivre.

απώτερο κίνητρο

nom féminin

Elle paraissait ravie de me revoir après tant d'années mais je flairais une raison cachée derrière son enthousiasme.

υποβόσκουσα αιτία

nom féminin

όνομα οργανισμού, ονομασία οργανισμού

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εμπορική ονομασία, εμπορική επωνυμία

nom féminin (Droit)

φωνή της λογικής

nom féminin (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

το Α και το Ω

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

βασικός λόγος

nom féminin

η αιτία που, η αιτία για την οποία

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Je n'ai pas pu lui dire la véritable raison pour laquelle je l'ai quittée. George est très timide. C'est la raison pour laquelle il ne dit jamais bonjour.
Δεν μπορούσα να της πω την πραγματική αιτία για την οποία την άφησα.

εξαιτίας

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ο Τζον και η Τζούλι άργησαν λόγω της κίνησης.

ακούω τη φωνή της λογικής

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je n'arrive pas à lui faire entendre raison.

αποδεικνύω

(propos, dires...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Ροντ θα τρέξει στο μαραθώνιο γιατί θέλει να αποδείξει κάτι.

ζω για κτ, ζω και αναπνέω για κτ

locution verbale (changement de sujet) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quand j'étais adolescente, la danse était ma raison d'être. Le football est la raison d'être de son copain, rien d'autre ne semble l'intéresser.
Όταν ήμουν έφηβη, ζούσα για το μπαλέτο. Το αγόρι της ζει για το ποδόσφαιρο, δε μοιάζει να τον ενδιαφέρει τίποτα άλλο.

βάζω μυαλό

locution verbale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Après une discussion interminable, il est finalement parvenu à lui faire entendre raison.

φοβάμαι ότι χάνω τα λογικά μου

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω δίκιο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Gudrun a raison là-dessus : on devrait partir tôt demain pour éviter la circulation.

είμαι απίστευτος

locution verbale

λόγος

(για κάτι)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Tes résultats d'examen sont une bonne raison de faire la fête !
Τα αποτελέσματα των εξετάσεών σου είναι λόγος (or: ευκαιρία) για χαρά!

πιθανή αιτία

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sa chemise tachée de sang a donné une raison suffisante aux inspecteurs pour qu'ils arrêtent le présumé meurtrier.

χωρίς αιτία, για το τίποτα

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le petit garçon est arrivé par derrière et m'a frappé sans raison.

έχω δίκιο

locution verbale (personne)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Tu as raison, c'est un beau tableau.

εξαιτίας, λόγω

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Le match a été retardé en raison du mauvais temps.
Το παιχνίδι καθυστέρησε εξαιτίας του άσχημου καιρού.

άσχετα

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

που έχει το δίκιο με το μέρος του

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του raison στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του raison

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.