Τι σημαίνει το rate στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rate στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rate στο Γαλλικά.

Η λέξη rate στο Γαλλικά σημαίνει ανεπιτυχής, σπλήνα, αποτυχημένος, αποτυχημένος, αποτυχία, ανεπιτυχής, που δεν έχει ελπίδα, που ναυάγησε, αποτυχία, άστοχος, ανίσχυρος, ανήμπορος, χαμένο κορμί, αποτυχία, απογοήτευση, λάθος, αποτυχημένος, παραμαγειρεμένος, αποτυχημένος, χαμένος, κακός, άστοχος, λάθος, μηδενικό, αποτυχημένος, μη βιώσιμος, άχρηστος, αποτυχημένος, χάνω, πατώνω, κάνω κτ λάθος, χάνω, κάνω κτ χάλια, τα κάνω μαντάρα, τα κάνω θάλασσα, δεν περνάω, αποτυγχάνω σε εξετάσεις, αποτυγχάνω, κόβομαι, χάνω, μπερδεύω, πατώνω, μπερδεύω, κάνω κτ χάλια, τα κάνω μαντάρα, τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, δεν πετυχαίνω, χάνω, κάνω κτ θάλασσα, χάνω, χάνω, δεν βρίσκω, δεν συναντώ, τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, μπουρδουκλώνω, τα θαλασσώνω, τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, αποτυγχάνω, χάνω, χάνω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, μονίμως, αποτυχημένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rate

ανεπιτυχής

adjectif (tentative,...)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'alpiniste a fait trois essais ratés pour atteindre le sommet de l'Everest.
Ο αλπινιστής έκανε τρεις ανεπιτυχείς προσπάθειες να ανέβει στην κορυφή του Έβερεστ.

σπλήνα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'accident a fait éclater la rate de Todd.
Ο Τοντ έπαθε ρήξη σπλήνας στο ατύχημα.

αποτυχημένος

adjectif (mariage)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Suite à ses deux mariages ratés, Tim a décidé de rester célibataire.
Μετά από δυο αποτυχημένους γάμους, ο Μπεν αποφάσισε να μείνει ελεύθερος.

αποτυχημένος

adjectif (personne)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
L'actrice ratée a fini par travailler dans un bureau.
Ο αποτυχημένος ηθοποιός κατέληξε να δουλεύει σε ένα γραφείο.

αποτυχία

(άτομο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Comme vendeur, c'était un raté.
Ως πωλητής ήταν μια αποτυχία.

ανεπιτυχής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που δεν έχει ελπίδα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που ναυάγησε

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jasmine a encore foiré son année.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η συμφωνία ναυάγησε όταν είπε κάτι που τους πρόσβαλλε.

αποτυχία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η σούπα που έφτιαξα ήταν σίγουρα μια αποτυχία, επειδή απλά δεν είχε τη σωστή γεύση.

άστοχος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le tir du joueur de basket était raté et il dut quitter la partie.

ανίσχυρος, ανήμπορος

(personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χαμένο κορμί

(péjoratif) (μεταφορικά, μειωτικό)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Stacy a dit à son amie de ne pas fréquenter Ben parce que c'était un raté fini.
Η Στέισι είπε στη φίλη της να μην βγει ραντεβού με τον Μπεν γιατί είναι εντελώς άχρηστος.

αποτυχία, απογοήτευση

(familier, péjoratif)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Terry était un raté comme joueur de tennis professionnel.

λάθος

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il y a eu un problème avec notre réservation d'hôtel, alors il a fallu trouver un autre endroit où dormir.

αποτυχημένος

(familier) (κάνει λάθη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Mon frère est vraiment un raté ; il ne fait jamais rien de bien.
Ο αδερφός μου είναι εντελώς αποτυχημένος. Δεν κάνει ποτέ τίποτα σωστά.

παραμαγειρεμένος

adjectif (repas)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

αποτυχημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

χαμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

κακός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le mauvais anglais de l'adolescent faisait qu'il était difficile de comprendre ce qu'il disait.
Τα άθλια αγγλικά του εφήβου έκαναν δύσκολο να καταλάβεις τι έλεγε.

άστοχος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

λάθος

(familier)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μηδενικό

(figuré) (μεταφορικά, προσβλητικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ignore David ; c'est un zéro (or: un nul).

αποτυχημένος

(tentative)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Les tentatives d'atteindre les automobilistes bloqués ont été infructueuses.
Οι προσπάθειές τους να προσεγγίσουν τους αποκομμένους αυτοκινητιστές ήταν ανεπιτυχείς.

μη βιώσιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άχρηστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αποτυχημένος

(action)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

χάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu es sûr que tu ne veux pas venir ? Je ne voudrais pas que tu rates (or: que tu passes à côté de) quelque chose.
Σίγουρα δεν θέλεις να έρθεις; Δεν θα ήθελα να το χάσεις.

πατώνω

(αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'ai raté l'interrogation de maths et je dois la repasser.

κάνω κτ λάθος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le gang a essayé de cambrioler une banque, mais ils ont raté le vol et se sont fait attraper.

χάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω κτ χάλια

(familier)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τα κάνω μαντάρα, τα κάνω θάλασσα

(καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tu as complètement raté notre présentation commerciale.
Τα έκανες θάλασσα στην παρουσίαση της επιχείρησης.

δεν περνάω, αποτυγχάνω σε εξετάσεις

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'ai raté mes examens alors il faut que j'aille au rattrapage.

αποτυγχάνω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ses critiques ont complètement raté.

κόβομαι

(αργκό: μάθημα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Elle est très gênée d'avoir raté son CE2.

χάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μπερδεύω

(un peu familier) (λόγια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a raté les paroles de la chanson et le public s'est mis à rire.

πατώνω

(un examen) (σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jack a raté son contrôle d'algèbre.
Ο Τζακ πάτωσε στο διαγώνισμα της άλγεβρας.

μπερδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω κτ χάλια

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Frank a complètement raté sa fournée de gâteaux.

τα κάνω μαντάρα, τα κάνω θάλασσα

(familier) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τα κάνω μαντάρα, τα κάνω θάλασσα

(familier) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'ai fait confiance à Alan pour réparer le toit, mais il a foiré le travail et maintenant, le trou est encore plus gros.

τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω

(familier)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'ai complètement foiré mon examen de français !

δεν πετυχαίνω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le batteur a manqué la balle.
Ο ροπαλοφόρος δεν πέτυχε την μπάλα.

χάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le gardien de but a manqué la balle.
Ο τερματοφύλακας έχασε τη μπάλα.

κάνω κτ θάλασσα

(familier) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il faut que j'arrête avant de tout foirer.

χάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La bombe a manqué sa cible.
Η βόμβα έχασε τον στόχο της.

χάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pete s'est réveillé tard et a manqué la réunion.
Ο Πιτ παρακοιμήθηκε και έχασε το μίτινγκ.

δεν βρίσκω, δεν συναντώ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je suis vraiment désolé de t'avoir manquée à la gare.
Λυπάμαι πραγματικά που δεν σε πέτυχα στον σταθμό.

τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'ai complètement raté cette soupe en mettant trop de sel.
Την έκανα εντελώς μαντάρα τη σούπα βάζοντας υπερβολικά πολύ αλάτι.

μπουρδουκλώνω

(vulgaire, argot) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τα θαλασσώνω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le nouveau a fait n'importe quoi avec ce projet : je vais devoir tout refaire.
Ο καινούργιος τα θαλάσσωσε με το πρότζεκτ. Θα πρέπει να το ξανακάνω από την αρχή.

τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω

(argot)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nous n'avons qu'une seule chance, alors ne fais pas tout foirer.
Έχουμε μόνο μία ευκαιρία οπότε μην τα κάνεις θάλασσα.

αποτυγχάνω

(επίσημο: εξετάσεις)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Bobby a échoué à son examen.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αν δεν περάσω ένα μάθημα, θα πρέπει να επαναλάβω τη χρονιά;

χάνω

(Sports : un ballon, une balle)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le receveur a laissé échapper la balle et l'autre équipe l'a récupérée.
Ο παίχτης έχασε τη μπάλα και η άλλη ομάδα την έπιασε.

χάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Désolée, je n'ai pas entendu ce que tu as dit.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Συγνώμη, μπορείς να επαναλάβεις αυτό που είπες πριν; Το έχασα.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

verbe transitif (Golf)

μονίμως

(familier) (λόγιο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Dès que je ferme un œil, ça ne rate jamais : on m'appelle au téléphone.
Κάθε φορά που τρώμε ψάρι, εμφανίζεται η γάτα, σαν προγραμματισμένο ρομποτάκι. Το τηλέφωνό μου χτυπά μονίμως, μόλις με πάρει ο ύπνος.

αποτυχημένος

nom masculin (Sports)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Son second essai fut un coup raté.
Η δεύτερη προσπάθειά του ήταν αποτυχημένη.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rate στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του rate

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.