Τι σημαίνει το realism στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης realism στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του realism στο Αγγλικά.

Η λέξη realism στο Αγγλικά σημαίνει ρεαλισμός, ρεαλισμός, ρεαλισμός, πραγματισμός, Ρεαλισμός του Νεροχύτη, μαγικός ρεαλισμός, νεορεαλισμός, νεορρεαλισμός, κοινωνικός ρεαλισμός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης realism

ρεαλισμός

noun (literature: social realism)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I prefer fantasy to realism in novels.
Προτιμώ τη φαντασία από τον ρεαλισμό στα μυθιστορήματα.

ρεαλισμός

noun (art: lifelike representation)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Realism in painting was out of fashion in the 20th century.
Ο ρεαλισμός στη ζωγραφική ήταν ντεμοντέ τον 20ό αιώνα.

ρεαλισμός, πραγματισμός

noun (pragmatism)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He impressed the audience with the realism of his vision.
Εντυπωσίασε το κοινό με τον ρεαλισμό του οράματός του.

Ρεαλισμός του Νεροχύτη

noun (UK, figurative (depiction of working-class life) (μτφ: κίνημα στην τέχνη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μαγικός ρεαλισμός

(literature) (λογοτεχνικό κίνημα)

νεορεαλισμός, νεορρεαλισμός

noun (art, cinema: social realist style)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κοινωνικός ρεαλισμός

noun (20th century art style)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του realism στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.