Τι σημαίνει το real στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης real στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του real στο Αγγλικά.

Η λέξη real στο Αγγλικά σημαίνει πραγματικός, αληθινός, πραγματικός, αληθινός, πραγματικός, αληθινός, πραγματικός, πραγματικός, πραγματικά, αληθινά, αλήθεια, ρεάλ, ρεάλ, περίπτωση, είμαι μπελάς, κελεπούρι, γόης, γόησσα, το κορίτσι του μπαμπά, μεσιτικό γραφείο, στ' αλήθεια, Σοβαρέψου, με όλη την έννοια της λέξης, με την πραγματική έννοια του όρου, σε πραγματικό χρόνο, είμαι ο εαυτός μου, ψεύτικος, πλαστός, κίβδηλος, εκτός πραγματικότητας, πραγματικά περιουσιακά στοιχεία, πραγματικά στοιχεία ενεργητικού, ακίνητα, μεσιτικό γραφείο, μεσίτης, κτηματομεσίτης, μεσίτης ακινήτων, μεσίτρια ακινήτων, υπεύθυνος ανάπτυξης ακινήτων, ανάπτυξη ακινήτων, κτηματομεσιτική επιχείρηση, πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία, πραγματική ζωή, αληθινός άντρας, σωστός άντρας, αυθεντικός, πραγματική σημασία, αληθινό νόημα, πραγµατικός αριθµός, αληθινή αγάπη, αυθεντικός, πραγματική ζωή, πραγματικός, σε πραγματικό χρόνο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης real

πραγματικός, αληθινός

adjective (authentic)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
These are real bank notes.
Αυτά είναι πραγματικά χαρτονομίσματα.

πραγματικός, αληθινός

adjective (existing)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She doesn't live in the real world.
Δε ζει στον πραγματικό κόσμο.

πραγματικός, αληθινός

adjective (utter)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The alarm caused real confusion.

πραγματικός

adjective (finance: effective)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The real rate of return on investment is lower than the nominal rate.

πραγματικός

adjective (mathematics) (αριθμός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The solution must be a positive real number.

πραγματικά, αληθινά

adverb (US, colloquial (really)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
That car is real nice.

αλήθεια

noun (authentic, absolute)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Plato claimed that we perceive the real with with our mind, not our senses.

ρεάλ

noun (historical (former Spanish coin)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ρεάλ

noun (Brazilian monetary unit)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The real is the official currency of Brazil.

περίπτωση

noun (US, figurative, informal (unusual character, individual) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

είμαι μπελάς

verbal expression (informal, figurative (child: be difficult, badly-behaved)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
That boy is a real handful.

κελεπούρι

noun (informal, figurative ([sb] worth marrying) (ανεπίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I hear her new man is quite a catch!

γόης, γόησσα

noun (often ironic (charming person) (συχνά και ειρωνικό)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Maxine's 5-year-old daughter is smart and cute, a real charmer.

το κορίτσι του μπαμπά

noun (informal (daughter indulged by father)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μεσιτικό γραφείο

noun (business that sells property)

It is generally recommended that the vendor of a house use an estate agency to avoid potential legal problems.
Σε όσους θέλουν να πουλήσουν ένα σπίτι, συνιστάται γενικά να το κάνουν μέσω μεσιτικού γραφείου, προκειμένου να αποφύγουν προβλήματα με τον νόμο.

στ' αλήθεια

adverb (genuinely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Σοβαρέψου

interjection (slang (Be realistic) (μεταφορικά)

με όλη την έννοια της λέξης, με την πραγματική έννοια του όρου

adverb (genuinely or literally)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Our family was puritan in a very real sense: never smoked, swore, drank, or even danced.

σε πραγματικό χρόνο

expression (in actual time)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι ο εαυτός μου

verbal expression (slang (avoid affectation) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ψεύτικος, πλαστός, κίβδηλος

adjective (artificial, fake)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My Rolex is not real, it's a fake.

εκτός πραγματικότητας

adjective (figurative, informal (unrealistic)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Politicians who think they can cut public services and retain popularity are obviously out of touch with the real world.
Οι πολιτικοί που πιστεύουν ότι μπορούν να υποβιβάσουν τις δημόσιες υπηρεσίες και να διατηρήσουν τη δημοφιλία τους βρίσκονται προφανώς εκτός πραγματικότητας.

πραγματικά περιουσιακά στοιχεία, πραγματικά στοιχεία ενεργητικού

noun (business: [sth] tangible)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ακίνητα

noun (property, land)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The real estate market favors buyers right now.
Η αγορά ακινήτων ευνοεί τους αγοραστές αυτή τη στιγμή.

μεσιτικό γραφείο

noun (office for home buying and selling)

μεσίτης, κτηματομεσίτης

noun (sells homes, property)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The real estate agent showed us a lot of houses before we found the perfect one.
Ο μεσίτης μας έδειξε αρκετά σπίτια πριν βρούμε το τέλειο σπίτι.

μεσίτης ακινήτων, μεσίτρια ακινήτων

noun (intermediary between buyer and seller)

υπεύθυνος ανάπτυξης ακινήτων

noun (person: renovates property)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανάπτυξη ακινήτων

noun (renovated building: for sale, rental)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κτηματομεσιτική επιχείρηση

noun (business: property renovation)

πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία

noun (value of a currency in relation to another)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πραγματική ζωή

noun (reality)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In real life, ugly ducklings become ugly ducks, not swans.

αληθινός άντρας, σωστός άντρας

noun (figurative (adult male who is strong and masculine) (μεταφορικά)

Well, he certainly acts like a real man, yes. Real men aren't afraid to express their feelings in public.

αυθεντικός

noun (informal ([sth], [sb] genuine, authentic)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πραγματική σημασία

noun (true significance)

The real meaning of the word decimate is to kill one man in ten.

αληθινό νόημα

noun (deep significance)

Love is the real meaning of life.

πραγµατικός αριθµός

noun (mathematics: rational or irrational number)

Seven is a real number and so is three fourths.

αληθινή αγάπη

noun (slang, figurative (true love)

I think what I have with Nelson is the real thing.

αυθεντικός

noun (informal, figurative ([sth] authentic)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Are your diamonds paste or are they the real thing?

πραγματική ζωή

noun (reality)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
People are less friendly in the real world than they are on the internet.

πραγματικός

noun as adjective (actual, not fictional)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σε πραγματικό χρόνο

adjective (as-it-happens)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Computers allow for real-time financial transfers and updating of accounts.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του real στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του real

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.