Τι σημαίνει το receita στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης receita στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του receita στο πορτογαλικά.
Η λέξη receita στο πορτογαλικά σημαίνει συνταγή, συνταγή, φάρμακα, συνταγή, συνταγή, έσοδα, συνταγή, συνταγή, έσοδα, συνολικός, πρότυπο, χωρίς συνταγή, χωρίς συνταγή, χωρίς ιατρική συνταγή, χωρίς συνταγή, εφορία, Υπηρεσία Εσωτερικού Εισοδήματος, καθαρό εισόδημα, φοροεισπράκτορας, προεισπραγμένα έσοδα, ακαθάριστα έσοδα, αύξηση εσόδων, σύνολο εσόδων, ακαθάριστα έσοδα, κέρδη εις νέον, μη συνταγογραφούμενος, η εφορία, κερδίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης receita
συνταγήsubstantivo feminino (figurado, dica) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Minha receita para superar uma separação é sair e se divertir. |
συνταγήsubstantivo feminino (γιατρού) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Julian tinha uma infecção, então o médico o deu uma prescrição para antibióticos. Ο Τζούλιαν είχε μια μόλυνση και έτσι ο γιατρός του έγραψε μια συνταγή για αντιβιωτικά. |
φάρμακαsubstantivo feminino (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Você poderia pegar uma receita com o farmacêutico quando sair? Devem ser dois frascos de comprimidos. Μπορείς να εκτελέσεις τη συνταγή μου στο φαρμακείο όταν είσαι έξω; Πρέπει να είναι δυο μπουκαλάκια χάπια. |
συνταγήsubstantivo feminino (οφθαλμίατρου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A prescrição de Patrícia mudou, então ela precisa de óculos novos. Η συνταγή της Πατρίσιας άλλαξε και έτσι πρέπει να πάρει καινούργια γυαλιά. |
συνταγήsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Se você seguir a receita corretamente, sua refeição vai ficar boa. Εάν ακολουθήσεις πιστά τη συνταγή, το φαγητό σου θα βγει νόστιμο. |
έσοδαsubstantivo feminino (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Os governos normalmente têm dificuldades em garantir que os gastos não excedam as receitas. Οι κυβερνήσεις δυσκολεύονται συχνά να διασφαλίσουν ότι οι δαπάνες δεν θα υπερβούν τα έσοδα. |
συνταγήsubstantivo feminino (γιατρού) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συνταγή(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Robert tinha certeza de que havia encontrado uma receita para o sucesso. Ο Ρόμπερτ ήταν σίγουρος ότι είχε βρει τη συνταγή της επιτυχίας. |
έσοδα
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) A empresa pagou todo os impostos devidos sobre a receita no último exercício fiscal. Η εταιρεία κατέβαλε όλους τους πληρωτέους φόρους επί των εσόδων της για το προηγούμενο φορολογικό έτος. |
συνολικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) O prêmio bruto do carro era de R$ 20.000. Η συνολική τιμή του αυτοκινήτου ήταν 20.000 δολάρια. |
πρότυπο(figurado) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χωρίς συνταγή(BR: acesso livre na farmácia) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
χωρίς συνταγήlocução adverbial (remédio) (ιατρού) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χωρίς ιατρική συνταγή, χωρίς συνταγήlocução adverbial (sigla) (φάρμακα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εφορία(impostos) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Υπηρεσία Εσωτερικού Εισοδήματος(στις ΗΠΑ) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
καθαρό εισόδημα(receita após descontos) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φοροεισπράκτορας(que cobra impostos) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
προεισπραγμένα έσοδα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ακαθάριστα έσοδαsubstantivo feminino (receita antes do imposto) |
αύξηση εσόδων
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σύνολο εσόδων(receita total) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ακαθάριστα έσοδα
A receita bruta foi de quase $15.000. |
κέρδη εις νέον(receita não paga como parcela) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μη συνταγογραφούμενοςadjetivo (sigla) (φάρμακα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
η εφορίαsubstantivo feminino Charlie não queria a receita se metendo em seus assuntos, caso eles decidissem que ele precisaria pagar mais impostos. |
κερδίζωexpressão verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eles esperam gerar receita de um milhão de dólares. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του receita στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του receita
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.