Τι σημαίνει το reclamar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης reclamar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του reclamar στο πορτογαλικά.
Η λέξη reclamar στο πορτογαλικά σημαίνει διαμαρτύρομαι, αναφέρω, κάνω καταγγελία σε κπ/κτ, υποβάλλω καταγγελία σε κπ/κτ, γκρίνια, μουρμούρα, παραληρώ, παραπονιέμαι για κτ, γκρινιάζω, γκρινιάζω για κτ, παραπονιέμαι για κάτι, γκρινιάζω για κτ, παραπονιέμαι για κτ, παραπονούμαι, παραπονιέμαι, γκρινιάζω, γκρινιάζω για κτ, παραπονιέμαι για κτ, γκρινιάζω, παραπονιέμαι, παραπονιέμαι, κάνω φασαρία, παραπονιέμαι, μουρμουράω, μουρμουρίζω, γκρινιάζω, παραπονιέμαι, γκρινιάζω, παραπονιέμαι, γκρινιάζω, γκρινιάζω για κτ, μουρμουρίζω για κτ, παραπονούμαι, εξοργίζομαι, αγανακτώ, γκρινιάζω, κλαψουρίζω, παραπονούμαι, παραπονιέμαι, μιλάω ασταμάτητα, διαμαρτύρομαι σε κπ, ισχυρίζομαι ότι/πως κάνω κτ, υποστηρίζω ότι/πως κάνω κτ, γκρινιάζω, γκρινιάζω για κτ, μουρμουράω για κτ, γκρινιάζω, μουρμουράω, γκρινιάζω για κτ, μουρμουρίζω για κτ, μουρμουράω για κτ, διαμαρτύρομαι, παραπονιέμαι, γκρινιάζω, μουρμουρίζω, γκρινιάζω, γκρινιάζω, γκρινιάζω, μουρμουρίζω, γκρινιάζω, παραπονιέμαι, παραπονιέμαι για κτ, παραπονούμαι για κτ, διεκδικώ, καταριέμαι την τύχη μου, κάνω την καρδιά μου πέτρα, γκρινιάζω σε κπ, κατηγορώ, γίνομαι απαιτητός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης reclamar
διαμαρτύρομαι(verbalmente, por escrito) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ele reclamou com o síndico sobre o vazamento. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Άργησε να γυρίσει χθες βράδυ, κι όλο το πρωί, η γυναίκα του έκανε παράπονα. |
αναφέρω(sintomas) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A paciente reclama de dor nas costas. Η ασθενής παρουσιάζει πόνο στην οσφυική χώρα. |
κάνω καταγγελία σε κπ/κτ, υποβάλλω καταγγελία σε κπ/κτ(acusar formalmente) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Você precisa apresentar queixa ao governo local por escrito, se quiser que algo seja feito. |
γκρίνια, μουρμούρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A criança irritante não parava de reclamar. Το εκνευριστικό παιδάκι δεν σταματούσε με τίποτα την κλάψα. |
παραληρώverto intransitivo (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παραπονιέμαι για κτverbo transitivo (queixar-se) |
γκρινιάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O irmão mais novo do João reclamou o tempo todo. Ο μικρότερος αδελφός του Τζον γκρίνιαζε όλη την ώρα. |
γκρινιάζω για κτ
|
παραπονιέμαι για κάτιverbo transitivo (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
γκρινιάζω για κτ, παραπονιέμαι για κτ
As crianças estavam reclamando sobre o quão famintas estavam. Τα παιδιά γκρίνιαζαν (or: παραπονιούνταν) για το πόσο πολύ πεινούσαν. |
παραπονούμαι, παραπονιέμαι, γκρινιάζω(για κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
γκρινιάζω για κτ, παραπονιέμαι για κτ
|
γκρινιάζω, παραπονιέμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παραπονιέμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω φασαρία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Alan disse às crianças que sabia que estavam com fome, mas que levaria mais tempo para preparar o almoço se elas continuassem reclamando o tempo todo. |
παραπονιέμαι, μουρμουράω, μουρμουρίζω, γκρινιάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παραπονιέμαι, γκρινιάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Estou farto de ouvir o Joe reclamando o tempo todo. |
παραπονιέμαι, γκρινιάζω(για κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ele está sempre reclamando do trabalho. |
γκρινιάζω για κτ, μουρμουρίζω για κτverbo transitivo |
παραπονούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εξοργίζομαι, αγανακτώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
γκρινιάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A esposa do Sandro resmungou o dia todo. Το να ζεις με έναν σύντροφο που γκρινιάζει όλη μέρα μπορεί να γίνει κουραστικό. |
κλαψουρίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παραπονούμαι, παραπονιέμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μιλάω ασταμάτητα
Imogen claramente teve um dia ruim; ela berrou por meia hora sem para. |
διαμαρτύρομαι σε κπ
|
ισχυρίζομαι ότι/πως κάνω κτ, υποστηρίζω ότι/πως κάνω κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Esta marca de tinha afirma cobrir uma área maior do que a marca rival. Αυτή η εταιρεία βαφών ισχυρίζεται ότι καλύπτει μεγαλύτερη επιφάνεια σε σχέση με του ανταγωνιστές της. |
γκρινιάζω(coloquial) (για κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Pare de resmungar! Você está me dando dor de cabeça. Σταμάτα να γκρινιάζεις! Μου προκαλείς πονοκέφαλο. |
γκρινιάζω για κτ, μουρμουράω για κτ
Os empregados estavam parados ao lado da máquina de café queixando-se dos seus salários. Οι εργαζόμενοι στέκονταν δίπλα στη μηχανή του καφέ και γκρίνιαζαν (or: μουρμούραγαν) για τον μισθό τους. |
γκρινιάζω, μουρμουράω(figurado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
γκρινιάζω για κτ, μουρμουρίζω για κτ, μουρμουράω για κτ
|
διαμαρτύρομαι, παραπονιέμαι, γκρινιάζω(figurado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μουρμουρίζω, γκρινιάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
γκρινιάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
γκρινιάζω, μουρμουρίζω(informal) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
γκρινιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παραπονιέμαι(για κάποιον/κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ela nunca para de reclamar de seu marido preguiçoso e inútil. Ele reclamou do vazamento para o seu senhorio. Ποτέ δε σταματά να γκρινιάζει (or: μουρμουρίζει) για τον τεμπέλη, άχρηστο σύζυγό της. |
παραπονιέμαι για κτ, παραπονούμαι για κτ(mostrar descontentamento) O sr. Jones reclamou que tinha acordado com o latido do cachorro da vizinha às 5 da manhã. Ο κύριος Τζόουνς παραπονέθηκε πως ξύπνησε από το γάβγισμα του σκύλου του γείτονά του στις 5 π.μ. |
διεκδικώ(ιδιοκτησία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Διεκδίκησε το σπίτι και τη γη που το περιβάλλει. |
καταριέμαι την τύχη μουlocução verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω την καρδιά μου πέτρα(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γκρινιάζω σε κπ
Carlos resmungou com sua mãe até que ela deixou ele ir à casa do melhor amigo. Ο Κάιλ γκρίνιαζε στη μαμά του μέχρι που τον άφησε να πάει στο σπίτι του φίλου του. |
κατηγορώ(fazer pequenas queixas sobre) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
γίνομαι απαιτητός
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Era possível solicitar o pagamento a qualquer momento. Το χρέος θα μπορούσε να γίνει απαιτητό ανά πάσα στιγμή. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του reclamar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του reclamar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.