Τι σημαίνει το regresar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης regresar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του regresar στο ισπανικά.

Η λέξη regresar στο ισπανικά σημαίνει επιστρέφω, ξαναπάω, ξαναπηγαίνω, επιστρέφω, με πλημμυρίζουν, γυρίζω πίσω, επιστρέφω, γυρίζω πίσω, πάω πίσω, πηγαίνω πίσω, επιστρέφω στην προγούμενη θέση, γυρνώ πίσω, γυρίζω πίσω, επιστρέφω σε κτ, επιστρέφω, γυρίζω, γυρίζω, ξαναπάω, παίρνω πίσω, επαναλαμβάνομαι, που επιστρέφει, που γυρίζει πίσω, επανέρχομαι, επιστρέφω, ξαναπάω σε κτ, ξαναπηγαίνω σε κτ, επιστρέφω κτ σε κπ, γυρίζω σε κπ, ξαναγυρίζω σε κπ, επιστρέφω σε κπ, επιστρέφω, επιστρέφω, πάω σπίτι, πηγαίνω σπίτι, επιστρέφω από, οπισθοχωρώ, γυρνάω στην πατρίδα μου, γυρνάω στην πατρίδα, επιστρέφω σωρηδόν, κινούμαι ήσυχα/κρυφά προς, επανέρχομαι, βάζω κτ πίσω, πλοηγούμαι, οδηγώ στην πατρίδα, στέλνω στην πατρίδα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης regresar

επιστρέφω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Espero que regrese pronto.
Ελπίζω να γυρίσει σύντομα.

ξαναπάω, ξαναπηγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Frank dejó la billetera en casa y tuvo que volver a buscarla.
Ο Φρανκ ξέχασε το πορτοφόλι του στο σπίτι και έπρεπε να επιστρέψει για να το πάρει.

επιστρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Podrías devolverme el DVD que te presté?
Μπορείς να μου επιστρέψεις το dvd που σου δάνεισα;

με πλημμυρίζουν

(οι αναμνήσεις)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cuando Joan vio las fotos viejas, los recuerdos de su infancia regresaron.

γυρίζω πίσω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El montañista estaba exhausto, pero se negó a regresar.
Ο ορειβάτης είχε εξαντληθεί αλλά αρνήθηκε να γυρίσει πίσω.

επιστρέφω, γυρίζω πίσω, πάω πίσω, πηγαίνω πίσω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se hace tarde, regresemos a casa.

επιστρέφω στην προγούμενη θέση

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Regresaré a casa cuando terminen mis exámenes.

γυρνώ πίσω, γυρίζω πίσω

verbo intransitivo (principio)

επιστρέφω σε κτ

verbo intransitivo (ideas, principios)

επιστρέφω, γυρίζω

verbo intransitivo (en carro o a caballo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γυρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Volví de la oficina a las 6.30 pm.
Γύρισα από το γραφείο περίπου στις 6:30 μ.μ.

ξαναπάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Visité a mi tía en Grecia el año pasado ¡y no puedo esperar para volver!
Πέρυσι επισκέφθηκα τη θεία μου στην Ελλάδα και ανυπομονώ να ξαναπάω.

παίρνω πίσω

Llevé a reparar mi reloj y lo recupero el martes.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πήγα το ρολόι μου για επισκευή και θα το πάρω πίσω την Τρίτη.

επαναλαμβάνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Esta secuencia de eventos de repite cada cinco años.

που επιστρέφει, που γυρίζει πίσω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los viajeros que volvieron presentan síntomas de una extraña enfermedad.

επανέρχομαι, επιστρέφω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξαναπάω σε κτ, ξαναπηγαίνω σε κτ

Me gustaría volver a París algún día.
Θα μου άρεσε να ξαναπάω στο Παρίσι κάποια μέρα.

επιστρέφω κτ σε κπ

Deberías devolver ese dinero a su dueño legítimo.

γυρίζω σε κπ, ξαναγυρίζω σε κπ, επιστρέφω σε κπ

Gina decidió regresar con su marido y tratar de arreglar su relación.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η Ελένη ξαναγύρισε στον πρώην άντρα της.

επιστρέφω

(κάπου, σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A menudo regreso a la ciudad en la que crecí.
Συχνά γυρίζω στην πόλη που μεγάλωσα.

επιστρέφω

(σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Volvamos al tema que hemos tratado anteriormente.

πάω σπίτι, πηγαίνω σπίτι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La fiesta se ha acabado; es hora de volver a casa.
Το πάρτι τελείωσε, είναι ώρα να πάω σπίτι.

επιστρέφω από

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cuando regreses de la tienda, ¿podemos ir al cine?
Όταν επέστρεψα από τις διακοπές μου είχα ένα σοβαρά έγκαυμα.

οπισθοχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γυρνάω στην πατρίδα μου, γυρνάω στην πατρίδα

(figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lisa había estado cinco años trabajando en el extranjero y tenía ganas de volver a casa.
Η Λίζα πέρασε πέντε χρόνια δουλεύοντας στο εξωτερικό και ανυπομονούσε να γυρίσει στην πατρίδα της.

επιστρέφω σωρηδόν

Los clientes regresaron en manada cuando la tienda volvió a abrir.

κινούμαι ήσυχα/κρυφά προς

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Regresé furtivamente a la fila antes de que la maestra se diera cuenta de que siquiera me había ido.

επανέρχομαι

(για να κάνω κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ava se fue de su casa cuando tenía 18, pero volvió para cuidar a su madre 10 años después.

βάζω κτ πίσω

Movimos los muebles a los lados de la habitación para que la gente pudiera bailar en la fiesta y al otro día los volvimos a poner en su sitio.

πλοηγούμαι

(επίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Las palomas que vuelven a casa pueden usarse para enviar mensajes.

οδηγώ στην πατρίδα, στέλνω στην πατρίδα

locución verbal (τόπος καταγωγής)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Consiguió hacer volver a casa a la paloma desde Francia a Inglaterra.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του regresar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.