Τι σημαίνει το regular στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης regular στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του regular στο ισπανικά.

Η λέξη regular στο ισπανικά σημαίνει ελέγχω, ρυθμίζω, συνηθισμένος, ρυθμίζω, ελέγχω, τακτικός, ομαλός, απλός, κανονικός, βασικός, κλασικός, τυπικός, συμβατικός, σταθερός, αμετάβλητος, μέσος όρος, D, κανονικός, κανονικός, ασθενής, συγχρονίζω, σταθερός, μεσαίος, μέτριος, περιοδικός, μέτρια, προσαρμόζω, ομαλός, ελέγχω, κυβερνώ, διέπω, συντονίζω, καθορίζω, ελέγχω, ρυθμίζω, σταθερός, τακτικός, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ελαττώνω, μειώνω, κανονικός, τυπικός, κλασικός, κοινός, έτσι και έτσι, τακτικός πελάτης, τακτική πελάτισσα, πάγια εντολή, που δεν διέπεται από κανονισμούς, τακτικός στρατός, ομαλό ρήμα, τακτικός συμμετέχων, βρίσκω ρυθμό, εντάσσω σε κανονικό σχολείο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης regular

ελέγχω, ρυθμίζω

verbo transitivo (με νόμο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Es difícil de regular el uso del agua a nivel nacional.
Η χρήση νερού είναι δύσκολο να ενταχθεί σε κανόνες (or: υπαχθεί σε κανόνες) σε εθνικό επίπεδο.

συνηθισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
El pastor hizo sus visitas semanales regulares a los ancianos.
Ο εφημέριος έκανε τη συνηθισμένη του εβδομαδιαία επίσκεψη στους δύο ηλικιωμένους ενορίτες.

ρυθμίζω, ελέγχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Una serie de válvulas regulan el flujo de lubricante.
Μια σειρά από βαλβίδες ρεγουλάρει τη ροή του λιπαντικού.

τακτικός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El médico le preguntó a Linda si tenía menstruaciones regulares.
Ο γιατρός ρώτησε τη Λίντα εάν είχε κανονική (or: φυσιολογική) περίοδο.

ομαλός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las inflecciones de este verbo son regulares.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αυτή είναι μια ομαλή κλίση του συγκεκριμένου ρήματος.

απλός, κανονικός, βασικός, κλασικός, τυπικός, συμβατικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quiero una pava normal, nada muy elegante.
Θέλω έναν απλό βραστήρα, τίποτα εξεζητημένο.

σταθερός, αμετάβλητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μέσος όρος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

D

(σε ξένο σύστημα)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Cuando me saqué un regular en física, mi papá se puso furioso.
Όταν πήρα κάτω από τη βάση στη φυσική, ο πατέρας μου έγινε πυρ και μανία.

κανονικός

adjetivo de una sola terminación (όχι για ειδικές δεξιότητες)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Josie fue a una escuela especializada para chicos sordos antes de ir a una escuela regular.
Η Τζόσι πήγαινε σε ένα ειδικό σχολείο για κουφά παιδιά πριν μεταφερθεί σε ένα κανονικό σχολείο.

κανονικός

adjetivo de una sola terminación (χωρίς διακυμάνσεις)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Su pulso era muy regular.
Ο σφυγμός του ήταν κανονικός.

ασθενής

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Muchos verbos ingleses y alemanes son regulares.

συγχρονίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Regulamos (or: calibramos) el motor de manera que las bujías disparen en los intervalos correctos.

σταθερός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tom confirmó que la silla estuviera firme antes de pararse en ella.
Ο Τομ βεβαιώθηκε ότι η καρέκλα είναι σταθερή, πριν ανέβει πάνω της.

μεσαίος, μέτριος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

περιοδικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El dentista recomienda realizar limpiezas periódicas.

μέτρια

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

προσαρμόζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ομαλός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Te enseñaré cómo asegurarte de que el hormigón se seque bien y quede liso.
Θα σας δείξω τον τρόπο για να σιγουρευτείτε ότι το μπετόν θα γίνει όμορφο και ομαλό όταν στεγνώσει.

ελέγχω, κυβερνώ, διέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las autoridades temen no poder dominar la reacción contra la nueva ley.

συντονίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tom moderaba el foro personalmente.
Ο Τομ συντόνιζε ο ίδιος ε το διαδικτυακό φόρουμ.

καθορίζω, ελέγχω, ρυθμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La demanda normalmente determina la oferta.
Η ζήτηση συνήθως καθορίζει την προσφορά.

σταθερός, τακτικός

(π.χ. πελάτης)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Trevor es un bebedor habitual, bebe la mayoría de las tardes desde que sale del trabajo hasta la hora de acostarse.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

ελαττώνω, μειώνω

(luz, sonido)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estas paredes con alto nivel de insonorización están diseñadas para amortiguar el ruido procedente de la autopista cercana.

κανονικός, τυπικός, κλασικός, κοινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Fue un día común. Alice fue al trabajo, cenó y miró televisión; nada raro pasó.
Ήταν ακόμη μια συνηθισμένη μέρα. Η Άλις πήγε στη δουλειά, έφαγε βραδινό και είδε τηλεόραση. Τίποτα ασυνήθιστο δε συνέβη.

έτσι και έτσι

(καθομιλουμένη)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
El almuerzo fue así así, puede ser que la cena sea mejor.

τακτικός πελάτης, τακτική πελάτισσα

Andy es habitué de este bar, viene casi todas las noches.

πάγια εντολή

(MX, coloquial)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tengo un domiciliado con el dueño de mi apartamento para pagarle la renta todos los meses.

που δεν διέπεται από κανονισμούς

(δεν έχει κανόνες)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τακτικός στρατός

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ομαλό ρήμα

nombre masculino

Comer es un verbo regular, pero "ir" y "ser" no lo son.

τακτικός συμμετέχων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βρίσκω ρυθμό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Η Γουέντι δούλευε λίγο αργά στην αρχή, αλλά όταν πια βρήκε ρυθμό έκανε μεγάλη πρόοδο.

εντάσσω σε κανονικό σχολείο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του regular στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.