Τι σημαίνει το rendre στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rendre στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rendre στο Γαλλικά.

Η λέξη rendre στο Γαλλικά σημαίνει αποδίδω, εκδίδω, παρέχω, ανταποδίδω, ανταποδίδω, παραδίδω, παραδίνω, επιστρέφω, δίνω πίσω, ανταποδίδω, κάνω εμετό, εξοφλώ, ξεπληρώνω, βγάζω, παραδίδω, παραδίνω, ανταποδίδω, πίσω, παραδίδω, επιστρέφω, επιστρέφω, κάνω εμετό, απονέμω, αποδίδω, κάνω εμετό, βγάζω, χαλάω, χαλώ, επιστρέφω, επισκέπτομαι, αφήνω, επιστρέφω κτ σε κπ, μεταφράζω κτ σε κτ, επιστρέφω κτ σε κπ/κτ, μεθυστικός, ανυποψίαστος, ασυναίσθητα, ασυνείδητα, λογοδοσία, βιτζιλαντισμός, θυμώνω, ρίχνω το επίπεδο, βάζω μυαλό, συμμορφώνομαι, πυκνώνω, πήζω, μπερδεύω, συγχύζω, εκθειάζω, στενοχωρώ, τιμωρώ, δυναμώμω, ωραιοποιώ, μπερδεύω, συγχύζω, αίρω το απόρρητο, εκθηλύνω, χαροποιώ, προσδίδω σοβαρότητα σε κάτι, εκβαρβαρίζω, εκβαρβαρώνω, σαστίζω, μπερδεύω, συγχύζω, αδυνατίζω, γενικεύω, εξατμίζω, καθιστώ κτ ανώνυμο, εκνευρίζω, νευριάζω, φέρνω κτ σε ορθή γωνία, δόση, γεύση, ιδέα, απενεργοποιώ, απαγορεύω, ελαστικοποιώ, επισημοποιώ, εκχυδαΐζω, ευτελίζω, στεγανοποιώ, εκβαρβαρίζω, εκβαρβαρώνω, κάνω κτ πιο ευκολονόητο, αταξία, αναστάτωση, αποδιοργάνωση, σύγχυση, αναστατώνω, τα φτύνω, μεταδίδω, καταγράφω, ζωντανεύω, βοηθάω, βοηθώ, θολώνω, αποσύρομαι, δίνω την ευκαιρία, σέβομαι, δοξάζω, καταλαβαίνω, πληρωτέος, δίνω λόγο, σε κατάσταση αλλοφροσύνης, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, αποκτήνωση, μία σου και μία μου, ευχαριστία, κάνω ωτοστόπ, πάω σε κπ/κτ, πηγαίνω σε κπ/κτ, αδικώ, αποφαίνομαι ότι, αποφαίνομαι πως, αφήνω την τελευταία μου πνοή, καταδικάζω, απονέμω ποινή, αποτίω φόρο τιμής, σπάω τα νεύρα σε κπ, βγάζω κπ εκτός εαυτού, πάω οδηγώντας, πρέπει να αναγνωρίσω κτ σε κπ/κτ, καθιστώ από κοινού υπεύθυνους, δημοσιοποιώ, κάνω κπ να σκάσει από τη ζήλια, κάνω κπ περήφανο, κάνω κπ υπερήφανο, κάνω κτ πιο όμορφο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rendre

αποδίδω

verbe transitif (Art)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'artiste a rendu ce cheval avec une grande maîtrise.
Ο καλλιτέχνης απεικόνισε αυτό το άλογο με μεγάλη δεξιοσύνη.

εκδίδω

(un verdict)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le jury a prononcé un verdict d'acquittement.

παρέχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Marilyn a apporté (or: fourni) une explication des événements qui avaient précédé le vol.
Η Μέριλιν παρείχε μια περιγραφή των γεγονότων που οδήγησαν στη ληστεία.

ανταποδίδω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανταποδίδω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παραδίδω, παραδίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les élèves ont rendu leurs devoirs au professeur.
Οι μαθητές παρέδωσαν τις εργασίες τους στον καθηγητή.

επιστρέφω, δίνω πίσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le fonctionnaire de l'immigration a rendu le passeport sans commentaire. Le professeur a rendu les examens corrigés.
Ο υπάλληλος του τμήματος μετανάστευσης επέστρεψε το διαβατήριο χωρίς σχόλιο. Ο δάσκαλος επέστρεψε τα διορθωμένα διαγωνίσματα.

ανταποδίδω

verbe transitif (figuré)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'espère avoir l'occasion de lui rendre la faveur qu'il m'a faite.
Ελπίζω να έχω την ευκαιρία να ανταποδώσω τη χάρη.

κάνω εμετό

verbe transitif (familier : vomir) (κάτι που έφαγα)

εξοφλώ, ξεπληρώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je te rendrai tes 5 € demain.
Θα σου ξεπληρώσω τις 5 λίρες αύριο.

βγάζω

verbe transitif (un jugement, un verdict) (απόφαση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le jury a rendu un verdict de non-culpabilité.
Ο δικαστής έβγαλε απόφαση πως δεν είναι ένοχος.

παραδίδω, παραδίνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rendez les armes !

ανταποδίδω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mary a rendu les insultes de son petit ami en le giflant.

πίσω

verbe transitif (επιστροφή)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Elle a rendu le livre.
Έδωσε πίσω το βιβλίο.

παραδίδω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'armée rendit les armes à l'ennemi.

επιστρέφω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La police a rendu l'enfant perdu à ses parents.

επιστρέφω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Papa veut que je ramène la voiture pour le dîner.
Ο μπαμπάς θέλει να έχω επιστρέψει το αυτοκίνητο μέχρι την ώρα του βραδινού.

κάνω εμετό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απονέμω, αποδίδω

(soutenu : la justice)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le travail du tribunal est d'administrer la justice.
Το έργο του δικαστηρίου είναι να απονέμει (or: αποδίδει) δικαιοσύνη.

κάνω εμετό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La petite est malade et n'arrête pas de vomir tout ce qu'elle mange.
Το μωρό είναι άρρωστο και κάνει διαρκώς εμετό το φαγητό του.

βγάζω

(un cri, un soupir) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a poussé un cri et s'est mis à courir vers elle.

χαλάω, χαλώ

(appareil)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le moteur a lâché, et nous avons dû rentrer à pied.

επιστρέφω

(un objet)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pourrais-tu me rendre ce DVD que je t'ai prêté ?
Μπορείς να μου επιστρέψεις το dvd που σου δάνεισα;

επισκέπτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mes parents viennent nous voir (or: rendre visite).
Έρχονται οι γονείς μου να μας επισκεφτούν.

αφήνω

(ακολουθεί επίθετο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le choc l'a rendu muet.
Το σοκ τον άφησε άφωνο.

επιστρέφω κτ σε κπ

Tu devrais rendre cet argent à son propriétaire.

μεταφράζω κτ σε κτ

(une expression)

Comment rendre cette expression idiomatique en anglais ?
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Ρόμπερτ ζήτησε από τον Όλιβερ να τον βοηθήσει να μεταφράσει την ομιλία του στα γαλλικά.

επιστρέφω κτ σε κπ/κτ

Veuillez vous assurer de rendre (or: rapporter) vos livres à la bibliothèque à temps.

μεθυστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανυποψίαστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Τα λόγια του Άλφι προσβάλλουν πολλούς, αλλά εκείνος παραμένει στον κόσμο του.

ασυναίσθητα, ασυνείδητα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Inconsciemment, elle faisait tourner sa bague de mariée autour de son doigt en parlant.

λογοδοσία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η εταιρεία κρατά λεπτομερή αρχεία όλων των αγορών χάριν λογοδοσίας.

βιτζιλαντισμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

θυμώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρίχνω το επίπεδο

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Τα μέσα ενημέρωσης ρίχνουν το επίπεδό τους στις μέρες μας προβάλλοντας περισσότερες φωτογραφίες διασήμων παρά αληθινές ειδήσεις.

βάζω μυαλό, συμμορφώνομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Grandis un peu et arrête de te comporter comme un imbécile.
Βάλε μυαλό (or: συμμορφώσου) και σταμάτα να συμπεριφέρεσαι ανόητα.

πυκνώνω, πήζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Épaississez la sauce avec de la farine.
Δέσε τη σάλτσα με λίγο αλεύρι.

μπερδεύω, συγχύζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκθειάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στενοχωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La scène tragique du film a attristé le public.

τιμωρώ

(surtout sport)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δυναμώμω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le fait de rajouter un enduit protecteur a permis de renforcer le bois.

ωραιοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μπερδεύω, συγχύζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αίρω το απόρρητο

(Militaire)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκθηλύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαροποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσδίδω σοβαρότητα σε κάτι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκβαρβαρίζω, εκβαρβαρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σαστίζω, μπερδεύω, συγχύζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αδυνατίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γενικεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξατμίζω

(Chimie) (υγρό σε αέριο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καθιστώ κτ ανώνυμο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκνευρίζω, νευριάζω

(passion)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le discours de l'homme politique a excité la foule.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η ομιλία του εκνεύρισε το πλήθος και τους έφερε σε παραλήρημα. Είχε νευριάσει επειδή άργησα πέντε λεπτά.

φέρνω κτ σε ορθή γωνία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δόση, γεύση, ιδέα

(de mauvaises nouvelles,...) (μεταφορικά: από κάτι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απενεργοποιώ

(un système)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le cambrioleur a désactivé l'alarme avant d'entrer par la fenêtre.
Ο διαρρήκτης απενεργοποίησε τον συναγερμό πριν σπάσει το παράθυρο.

απαγορεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le conseil municipal veut interdire la consommation d'alcool en public.
Το δημοτικό συμβούλιο θέλει να θέσει εκτός νόμου την κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών σε δημόσιους χώρους.

ελαστικοποιώ

(figuré) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous avons décidé d'assouplir le règlement durant les vacances.

επισημοποιώ

(un mariage,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκχυδαΐζω, ευτελίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στεγανοποιώ

(un vêtement surtout)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκβαρβαρίζω, εκβαρβαρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω κτ πιο ευκολονόητο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tu devrais simplifier ta présentation pour ce public.
Ίσως χρειαστεί να κάνεις την παρουσίασή σου πιο ευκολονόητη γι' αυτό το κοινό.

αταξία, αναστάτωση, αποδιοργάνωση, σύγχυση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η συνεχής γκρίνια σου με οδηγεί σε σύγχυση.

αναστατώνω

(colère)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τα φτύνω

(machine : familier) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je pense que le grille-pain est mort.
Νομίζω ότι η τοστιέρα χάλασε.

μεταδίδω

(journalisme)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le journaliste a rapporté chaque nouveau développement au cours des discussions.
Ο δημοσιογράφος μετέδιδε κάθε νέα εξέλιξη στον τομέα των συζητήσεων.

καταγράφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο δημοσιογράφος κατέγραψε γεγονότα στην εμπόλεμη ζώνη.

ζωντανεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βοηθάω, βοηθώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nous demandons à tous ceux qui le peuvent de bien vouloir aider.
Ζητάμε να επικουρήσουν όλοι όσοι μπορούν.

θολώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le participant au débat tentait d'embrouiller l'argument avec une quantité d'informations inutiles.

αποσύρομαι

(λόγιος: σε κτ ή κάπου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vincent est allé dans son bureau après dîner pour travailler encore un peu.

δίνω την ευκαιρία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ces nouveaux éléments permettent une nouvelle lecture du dossier.
Τα στοιχεία παρέχουν τη δυνατότητα να ρίξουμε μια νέα ματιά στην υπόθεση.

σέβομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
On doit honorer le drapeau national.

δοξάζω

(le Seigneur...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταλαβαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πληρωτέος

(soutenu, administratif : paiement) (πρέπει να πληρωθεί)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La facture d'électricité est à échéance à la fin du mois.
Η διδακτορική διατριβή σου είναι παραδοτέα στις 9 Δεκεμβρίου.

δίνω λόγο

(σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Elle considère n'être responsable que devant Dieu et non devant une autorité humaine, quelle qu'elle soit.

σε κατάσταση αλλοφροσύνης

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ton attitude me rend fou !

για να λέμε και του στραβού το δίκιο

(καθομιλουμένη)

αποκτήνωση

locution verbale

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μία σου και μία μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ευχαριστία

(διαδικασία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κάνω ωτοστόπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πάω σε κπ/κτ, πηγαίνω σε κπ/κτ

αδικώ

(κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cette photo ne rend pas justice à sa beauté.

αποφαίνομαι ότι, αποφαίνομαι πως

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αφήνω την τελευταία μου πνοή

(figuré : mourir)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Après avoir reçu l'extrême-onction, elle a rendu son dernier souffle.

καταδικάζω, απονέμω ποινή

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποτίω φόρο τιμής

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le groupe a rendu hommage aux Beatles en jouant "Yellow Submarine".

σπάω τα νεύρα σε κπ, βγάζω κπ εκτός εαυτού

(énerver) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les pleurs constants du bébé rendaient James fou.

πάω οδηγώντας

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je ne pense pas que tu devrais prendre la voiture pour aller à l'hôpital.

πρέπει να αναγνωρίσω κτ σε κπ/κτ

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il faut rendre justice à l'équipe : ils ont peut-être perdu leurs dix derniers matches mais ils n'ont jamais cessé d'essayer.

καθιστώ από κοινού υπεύθυνους

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δημοσιοποιώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Leur liaison a été rendue publique lorsqu'ils ont été surpris se tenant par la main.

κάνω κπ να σκάσει από τη ζήλια

verbe transitif (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'ai mis mes nouvelles chaussures Prada juste pour rendre Sally verte de jalousie.

κάνω κπ περήφανο, κάνω κπ υπερήφανο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω κτ πιο όμορφο

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je vais repeindre la façade pour rendre la maison plus attrayante aux (yeux des) clients potentiels.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rendre στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του rendre

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.