Τι σημαίνει το responder στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης responder στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του responder στο πορτογαλικά.

Η λέξη responder στο πορτογαλικά σημαίνει απαντάω, απαντώ, λογοδοτώ σε κπ, απολογούμαι σε κπ, αντιμιλώ, γράφω, απαντώ, αποκρίνομαι, γράφω σε κπ, αποκρίνομαι, απαντάω, απαντώ, ανταποκρίνομαι, καλύπτω, απαντάω, απαντάω, απαντώ, απαντάω σε κτ, απαντώ σε κτ, απαντάω, απαντάω, απαντάω σε κπ, αντιδρώ, αντιδρώ, απαντώ με κτ, αντιδρώ, απαντάω, απαντώ, απαντώ γρήγορα και απότομα, που ανταποκρίνεται, επιβεβαιώνω, απαντάω αρνητικά, απαντώ αρνητικά, πρέπει να λογοδοτήσω για κτ, καθιστώ από κοινού υπεύθυνους, αντιδρώ, αντιμιλώ, απαντάω, απαντώ, ενεργώ, λογοδοτώ για κτ, απαντώ καταφατικά, απαντάω αρνητικά, απαντώ αρνητικά, απαντάω, απαντώ, αντιμιλώ, απαντώ, αποκρίνομαι, απαντάω σε κτ, ακούω σε κτ, απαντώ σε ερώτηση, απαντάω σε κπ/κτ, απαντώ σε κπ/κτ, ικανοποιώ, καλύπτω, έχω να χειριστώ, έχω να αντιμετωπίσω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης responder

απαντάω, απαντώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando ele não tem certeza da resposta, ele não responde.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Κοίταξε το κενό, αλλά δεν του αποκρίθηκε.

λογοδοτώ σε κπ, απολογούμαι σε κπ

αντιμιλώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Não responda para os seus pais!
Μην αντιμιλάς στους γονείς σου!

γράφω

verbo transitivo (έμφαση στο είδος της επικοινωνίας)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

απαντώ, αποκρίνομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γράφω σε κπ

verbo transitivo (έμφαση στο είδος της επικοινωνίας)

αποκρίνομαι

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

απαντάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O professor tentou responder a todas as perguntas dos alunos.
Ο δάσκαλος προσπάθησε να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις των μαθητών.

απαντώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu deixei uma mensagem para ele, mas ele não me respondeu.
Του άφησα ένα μήνυμα αλλά δε μου απάντησε.

ανταποκρίνομαι

(σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A boa notícia é que o câncer parece estar respondendo à quimioterapia.
Τα καλά νέα είναι πως ο καρκίνος δείχνει να ανταποκρίνεται στη χημειοθεραπεία.

καλύπτω

verbo transitivo (figurado, satisfazer demanda) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Para muitos adolescentes, os clubes de jovens respondem a uma necessidade de um sentido de comunidade.

απαντάω

(figurado, matemática) (ερωτήσεις)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os alunos se esforçaram para responder todos os problemas de matemática.
Οι μαθητές δούλεψαν σκληρά για να λύσουν όλα τα προβλήματα των μαθηματικών.

απαντάω, απαντώ

verbo transitivo (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele respondeu "sim".
«Ναι», απάντησε.

απαντάω σε κτ, απαντώ σε κτ

Espero que o Robert responda minha carta.
Ελπίζω ο Ρόμπερτ να απαντήσει στο γράμμα μου.

απαντάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele gritou para ela e ela respondeu.

απαντάω

(mensagem)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Escrevi para ele, e espero que ele vá responder logo.
Του έγραψα κι ελπίζω ότι θα απαντήσει σύντομα.

απαντάω σε κπ

verbo transitivo (responder à críticas)

αντιδρώ

(σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele reagiu negativamente à minha crítica.
Αντέδρασε αρνητικά στην κριτική μου.

αντιδρώ

(medicina)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O paciente reagiu bem ao tratamento e agora está melhorando.
Ο ασθενής ανταποκρίθηκε καλά στη θεραπεία και τώρα καλυτερεύει.

απαντώ με κτ

James queria retorquir com uma réplica espirituosa, mas não conseguia pensar em nenhuma.
Ο Τζέιμς ήθελε να απαντήσει με έξυπνο τρόπο, αλλά δεν μπόρεσε να σκεφτεί κάτι.

αντιδρώ

(σε κτ, απέναντι σε κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

απαντάω, απαντώ

(σε κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele não respondeu à minha carta.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δεν απάντησε.

απαντώ γρήγορα και απότομα

(responder de forma áspera)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

που ανταποκρίνεται

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Os médicos dizem que agora o paciente está acordado e responsivo.
Οι γιατροί λένε ότι τώρα ο ασθενής είναι ξύπνιος και ανταποκρίνεται.

επιβεβαιώνω

locução verbal (confirmar algo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απαντάω αρνητικά, απαντώ αρνητικά

πρέπει να λογοδοτήσω για κτ

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καθιστώ από κοινού υπεύθυνους

locução verbal (Direito: impor responsabilidade comum)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αντιδρώ

expressão verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αντιμιλώ

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απαντάω, απαντώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ενεργώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Olga respondeu ao e-mail que ela recebeu.
Η Όλγκα ανταποκρίθηκε στο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που έλαβε.

λογοδοτώ για κτ

Διέπραξε ένα έγκλημα και θα αναγκαστεί να λογοδοτήσει γι' αυτό.

απαντώ καταφατικά

(consentir)

απαντάω αρνητικά, απαντώ αρνητικά

απαντάω, απαντώ

(σε κάτι/κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ela respondeu a nossa carta imediatamente.
Απάντησε αμέσως στο γράμμα μας.

αντιμιλώ

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Não te atrevas responder-me com insolência, menina!
Μην τολμήσεις να μου αντιμιλήσεις, νεαρά!

απαντώ, αποκρίνομαι

(escrever em resposta a) (γραπτώς)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απαντάω σε κτ, ακούω σε κτ

expressão verbal (nome)

O nome dele é José mas ele responde por Zé.
Το όνομά του είναι Τίμοθι, αλλά τον φωνάζουν Τίμι.

απαντώ σε ερώτηση

expressão verbal (responder uma questão sobre: algo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Δεν ξέρω πόσο σοβαρή ήταν η ζημιά και έτσι δεν μπορώ να απαντήσω στην ερώτηση για το κόστος της επισκευής.

απαντάω σε κπ/κτ, απαντώ σε κπ/κτ

Kate respondeu a Ben com um aceno de cabeça.
Η Κέιτ απάντησε στον Μπεν με ένα γνέψιμο.

ικανοποιώ, καλύπτω

(figurado, satisfazer demanda)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nosso serviço responde a uma necessidade de cuidados domésticos de boa qualidade.

έχω να χειριστώ, έχω να αντιμετωπίσω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O candidato respondeu a uma série de perguntas dos repórteres.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του responder στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.