Τι σημαίνει το responsabilidade στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης responsabilidade στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του responsabilidade στο πορτογαλικά.
Η λέξη responsabilidade στο πορτογαλικά σημαίνει ευθύνη, υποχρέωση, ευθύνη, υπευθυνότητα, ευθύνη, υπευθυνότητα, ευθύνη, ευθύνη, ευθύνη, υποχρέωση, ευθύνη, βαρύ φορτίο, ευθύνη, δήλωση αποποίησης ευθύνης, αποποίηση ευθύνης, ΑΕ, ατομικό καθήκον, δημόσιο καθήκον, αίσθηση καθήκοντος/ευθύνης, φορολογική υποχρέωση, εταιρική κοινωνική ευθύνη, υπευθυνότητα στα οικονομικά, σύμφωνο αποδέσμευσης, διάκριση καθηκόντων, διάκριση αρμοδιοτήτων, στερεότυπη δήλωση αποποίησης ευθύνης, αστική ευθύνη, νομική ευθύνη, ασφάλεια αστικής ευθύνης, Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης, που είναι ευθύνη του, που είναι καθήκον του, αναλαμβάνω την ευθύνη, αποποιούμαι την εύθυνη, αναλαμβάνω να κάνω κτ, οικονομική ευθύνη, ασφάλιση ευθύνης, καλώ κπ να λογοδοτήσει. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης responsabilidade
ευθύνη, υποχρέωσηsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tomar conta do cachorro é sua responsabilidade. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η προστασία των παιδιών είναι καθήκον των γονέων. |
ευθύνηsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Είναι πλέον αρκετά ώριμη για να αναλάβει ευθύνες. |
υπευθυνότηταsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ευθύνηsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
υπευθυνότηταsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ευθύνηsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Toda pessoa sã tem responsabilidade legal por suas ações. Κάθε σώφρoν άτομο έχει νομική ευθύνη για τις δικές του ή τις δικές της πράξεις. |
ευθύνη(financeira) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Como os pais de Kate foram fiadores do empréstimo dela, eles compartilharam a responsabilidade pelo aluguel dela. Επειδή οι γονείς της Κέιτ συνυπέγραψαν το μισθωτήριο μοιράζονταν την υποχρέωση για το ενοίκιο. |
ευθύνη, υποχρέωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Promete ajudar minha família? Você aceita esta responsabilidade? |
ευθύνηsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ele não vai abusar da responsabilidade (or: obrigação) que lhe foi dada. |
βαρύ φορτίο(figurativo) (μεταφορικά) |
ευθύνηsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Muita gente dividiu a responsabilidade pelo acidente. Η ευθύνη για το ατύχημα βαραίνει πολλούς. |
δήλωση αποποίησης ευθύνης, αποποίηση ευθύνης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) O designer enviou seu trabalho com uma cláusula de isenção de responsabilidade declarando ser responsabilidade do cliente conferir o documento e corrigir quaisquer erros antes da impressão. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο σχεδιαστής έστειλε το έργο του μαζί με μια δήλωση αποποίησης ευθύνης, όπου ανέφερε πως είναι ευθύνη του πελάτη να ελέγξει το έγγραφο και να διορθώσει τυχόν λάθη πριν την εκτύπωση. |
ΑΕsubstantivo feminino (jurídico) (σντμ: ανώνυμη εταιρεία) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ατομικό καθήκον, δημόσιο καθήκον
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αίσθηση καθήκοντος/ευθύνης
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φορολογική υποχρέωση(responsabilidade legal de pagar impostos) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εταιρική κοινωνική ευθύνη
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
υπευθυνότητα στα οικονομικά(νοοτροπία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σύμφωνο αποδέσμευσης(autorização formal) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
διάκριση καθηκόντων, διάκριση αρμοδιοτήτωνsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
στερεότυπη δήλωση αποποίησης ευθύνηςsubstantivo feminino (estado comum da não responsabilidade) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αστική ευθύνη, νομική ευθύνηsubstantivo feminino (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ασφάλεια αστικής ευθύνηςexpressão (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
που είναι ευθύνη του, που είναι καθήκον του
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αναλαμβάνω την ευθύνηlocução verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποποιούμαι την εύθυνηlocução verbal (refutar responsabilidade por algo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναλαμβάνω να κάνω κτexpressão (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
οικονομική ευθύνη(προς τρίτους) |
ασφάλιση ευθύνης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
καλώ κπ να λογοδοτήσειexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του responsabilidade στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του responsabilidade
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.