Τι σημαίνει το rester στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης rester στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rester στο Γαλλικά.
Η λέξη rester στο Γαλλικά σημαίνει παραμένω, μένω, μένω, παραμένω, απομένω, μένω, μένω, παραμένω, περισσεύω, μένω, παραμένω, μένω, κάθομαι, παραμένω, μένω, υπόλοιπο, μένω, απομένω, μένω, παραμένω, να είσαι, μένω, μου μένει, μένω, παραμένω, -, ασυγκίνητος, σε κίνηση, που κάνει καθιστική εργασία, αντέχω, αργοσβήνω, συμβαδίζω, αναπάντητος, κλεισμένος στο σπίτι, αναγκασμένος να μείνει στο σπίτι, μένω αχρησιμοποίητος, που έχει τελειώσει, που τον βλέπω, χάνω τα λόγια μου, μένω, απομένω, χαλαρά, κατάκλιση, δεν μου είναι εύκολο, κρατάω επαφή, επικοινωνώ με κπ, δεν κλείνω, μένω κοντά σε κπ/κτ, κρατάω επαφή, κρατώ επαφή, δεν αλλάζω γνώμη, αποφεύγω, συμφωνούμε ότι διαφωνούμε, συμφωνούμε πως διαφωνούμε, ο χρόνος μου είναι μετρημένος, κρατάω επαφή, μένω εντός χώρου, δεν με αφορά, δεν επηρεάζομαι από, παραμένω εν ζωή/ζωντανός, κάθομαι σπίτι, μένω στο σπίτι, αποφεύγω, υπακούω κανονισμούς, είμαι ο εαυτός μου, δεν μπορώ να κοιμηθώ, μένω ξύπνιος, κρατιέμαι σε φόρμα, ξεφεύγω, διαφεύγω, ξεφεύγω, μένω κενός, παραμένος κενός, πλεονεκτώ, έχω τα μάτια μου ανοιχτά, μένω συγκεντρωμένος, μένω προσηλωμένος, κρατιέμαι καλά, στέκομαι πλάι σε κπ, είμαι δίπλα σε κπ, μένω έξω μέχρι αργά, μένω σταθερός στις απόψεις μου, δεν μπορώ να βγάλω κτ από το μυαλό μου, επικοινωνώ, μένω μακριά από κπ/κτ, παραγκωνίζομαι, μένω στη γραμμή (μου), κάνω υπομονή, δείχνω υπομονή, η θέση μου είναι, έχω συνοχή, κοιτάζω έντονα, δεν πλησιάζω, μένω ψύχραιμος, μένω ήρεμος, κρατιέμαι σε φόρμα, διατηρώ τη φόρμα μου, μένω ακίνητος, δεν κινούμαι, μένω ακίνητος, μένω αμετάπειστος, μένω ανυποχώρητος, παραμένω ζεστός, διατηρώ την θερμοκρασία, μένω πιστός, παραμένω θετικός, μένω ακίνητος, παραμένω ο ίδιος, μένω ο ίδιος, παραμένω σε αχρηστία, μένω στη επιφάνεια, δροσίζομαι, μένω σταθερός, παραμένω σταθερός, παραμένω ανώνυμος, παραμένω ουδέτερος, παραμένω καθιστός, παραμένω στη θέση μου, παραμένω σταθερός, παραμένω έγκυρος, παραμένω σε εγρήγορση/επαγρύπνηση, παραμένω σιωπηλός, παραμένω επίκαιρος/ορθός/σωστός, μένω ενήμερος, αποφεύγω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης rester
παραμένωverbe intransitif (continuer à être) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le compte reste ouvert. Ο λογαριασμός παραμένει σε ισχύ. |
μένωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'aimerais que tu restes. Θέλω να μείνεις. |
μένω, παραμένωverbe intransitif (à un endroit) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il est sorti, mais elle est restée à la maison. Αυτός βγήκε, ενώ εκείνη έμεινε (or: παρέμεινε) σπίτι. |
απομένω, μένωverbe impersonnel (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il reste trois parts de pizza. Απέμειναν (or: έμειναν) τρία κομμάτια πίτσα. |
μένωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je lui ai demandé de rester pour la nuit. Της ζήτησα να μείνει το βράδυ. |
παραμένωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je suis heureuse et j'ai l'intention de le rester. |
περισσεύω, μένωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Après la fête, il ne restait qu'une bouteille de vin. Μετά το πάρτι περίσσεψε (or: έμεινε) μόνο ένα μπουκάλι κρασί. |
παραμένω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μένωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nous savons que votre mandat est terminé mais nous espérons que vous allez rester pour un autre mandat. Maria espérait pouvoir rester après l'expiration de son visa. Η Μαρία ήλπιζε ότι θα μπορούσε να παραμείνει αφού έληξε η βίζα της. |
κάθομαι, παραμένωverbe intransitif (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μένω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Προχώρα εσύ, εγώ θα μείνω. |
υπόλοιποverbe intransitif (Mathématiques) (μαθηματικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) 10 divisés par 3 font 3 et il reste 1. 10 δια 3 ισούται με 3, με υπόλοιπο 1. |
μένω, απομένωverbe impersonnel (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il ne reste que trois cupcakes. Il ne me reste qu'un demi-sandwich. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Υπάρχουν μόνο τρία κεκάκια ακόμα. |
μένω, παραμένωverbe transitif (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) Il restera fidèle aux promesses qu'il a faites. |
να είσαι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Restez assuré que je serai là. Μείνε ήσυχος, θα έρθω. |
μένωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les frères de Barry l'ont surnommé « Bud » quand il était petit, et c'est resté. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τα αδέρφια του του έβγαλαν το ψευδώνυμο Bud όταν ήταν μικρός και του κόλλησε. |
μου μένειverbe intransitif (en tête) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'ai tenté d'apprendre quelques mots de japonais, mais ils n'ont pas l'air de vouloir rester. Έχω προσπαθήσει να μάθω μερικές λέξεις στα γιαπωνέζικα αλλά δεν φαίνεται να μου μένουν. |
μένω, παραμένω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le bar fermait à 3 h du matin mais certains clients se sont attardés dehors un bon moment. Το μπαρ έκλεισε στις 3:00 το πρωί αλλά μερικοί θαμώνες χαζολογούσαν απέξω για λίγη ώρα. |
-(en excès) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Vous pouvez emporter les bouteilles de vins restantes. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αν μείνει φαγητό μετά το πάρτυ, μπορείς να το πάρεις. |
ασυγκίνητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Joanna est restée insensible aux pleurs de sa sœur. |
σε κίνηση(familier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Après avoir braqué la banque, il n'a pas arrêté de bouger pour fuir les autorités. |
που κάνει καθιστική εργασία(personne) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αντέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αργοσβήνω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
συμβαδίζω(une série,...) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je n'arrive jamais à suivre ses émissions de télévisions préférées. |
αναπάντητος(ερώτηση, γρίφος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κλεισμένος στο σπίτι, αναγκασμένος να μείνει στο σπίτι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μένω αχρησιμοποίητος
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Mon frère a acheté un vélo qu'il n'utilise plus et il reste donc inutilisé dans le garage. |
που έχει τελειώσει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je ne peux pas faire de bœuf Stroganoff parce qu'il ne reste plus de champignons. |
που τον βλέπωlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χάνω τα λόγια μουverbe intransitif (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μένω, απομένω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nous avons encore seize kilomètres à faire. Απομένουν άλλα δέκα μίλια. |
χαλαρά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
κατάκλισηlocution verbale (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le médecin lui a recommandé de resté alité et de boire beaucoup pour faciliter sa convalescence. |
δεν μου είναι εύκολοlocution verbale (figuré) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je m'excuse, mais ça m'est resté en travers de la gorge. Je pense que j'étais dans mon droit. |
κρατάω επαφή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Est-ce que vous êtes encore en contact ? Έχετε κρατήσει επαφή; |
επικοινωνώ με κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Est-ce que tu as été en contact avec elle récemment ? |
δεν κλείνω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La réceptionniste m'a demandé de ne pas quitter (or: de rester en ligne) le temps qu'elle parle au Dr Simpson. |
μένω κοντά σε κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Reste près de moi au concert. Je ne veux pas que tu te perdes. |
κρατάω επαφή, κρατώ επαφήlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Notre cousine Andrea est restée en contact avec nous en nous envoyant des colis d'Amérique du Sud. Η ξαδέλφη Άντρεα κρατούσε επαφή στέλνοντας πακέτα από τη Νότια Αμερική. |
δεν αλλάζω γνώμη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποφεύγωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu devrais rester à distance du patron aujourd'hui : il est de mauvaise humeur. |
συμφωνούμε ότι διαφωνούμε, συμφωνούμε πως διαφωνούμεlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si vous ne voyez pas les choses comme moi, alors, restons-en là parce que je ne vais pas changer d'avis non plus. |
ο χρόνος μου είναι μετρημένοςlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si tu continues de fumer comme ça, bientôt, il ne te restera plus longtemps à vivre (or: il te restera peu de temps à vivre). |
κρατάω επαφή
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mon oncle et moi sommes restés en contact après son déménagement en Australie. |
μένω εντός χώρου(κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les élèves doivent toujours rester dans les limites de la cour d'école durant la journée. |
δεν με αφορά, δεν επηρεάζομαι από
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παραμένω εν ζωή/ζωντανόςlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elle est restée en vie par miracle. |
κάθομαι σπίτι, μένω στο σπίτι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je suis resté chez moi aujourd'hui car je ne me sentais pas bien. |
αποφεύγωverbe transitif indirect (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Reste à l'écart de Pierre, il est malsain. |
υπακούω κανονισμούςlocution verbale (figuré) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il ne discute pas les ordres, il reste dans le rang. |
είμαι ο εαυτός μου(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν μπορώ να κοιμηθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je reste éveillé toute la nuit à m'inquiéter. Tu me manques et parfois, la nuit, je reste éveillé et je pense à toi. Δεν μπορώ να κοιμηθώ σχεδόν όλη τη νύχτα επειδή ανησυχώ. |
μένω ξύπνιοςlocution verbale (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Curieusement, les jumelles ont réussi à rester éveillées jusqu'à la fin du film. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο κύριος Σμιθ είναι τόσο βαρετός που μου είναι δύσκολο να μείνω ξύπνιος στο μάθημά του. Ο καφές με βοηθάει να μένω ξύπνιος στη δουλειά. |
κρατιέμαι σε φόρμαlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Faire du sport vous aidera à rester en forme (or: garder la forme, or: garder la ligne). Η γυμναστική θα σε βοηθήσει να κρατηθείς σε φόρμα. |
ξεφεύγω, διαφεύγωlocution verbale (figuré) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ξεφεύγωlocution verbale (figuré) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μένω κενός, παραμένος κενός(poste) (θέση εργασίας) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Ce poste est resté vacant pendant trois mois. |
πλεονεκτώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
έχω τα μάτια μου ανοιχτά(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μένω συγκεντρωμένος, μένω προσηλωμένος
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Allez, restez concentrés : on a bientôt fini ! |
κρατιέμαι καλάverbe intransitif (μεταφορικά) |
στέκομαι πλάι σε κπ, είμαι δίπλα σε κπ(μτφ: συμπαράσταση) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
μένω έξω μέχρι αργάlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μένω σταθερός στις απόψεις μουverbe intransitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν μπορώ να βγάλω κτ από το μυαλό μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επικοινωνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) À plus ! Et on reste en contact (or: On s'appelle), hein ! Bien qu'ils ne travaillent plus ensemble depuis dix ans, les deux collègues sont restés en contact (or: ont gardé le contact). Αντίο! Να τα λέμε! |
μένω μακριά από κπ/κτ(μεταφορικά) |
παραγκωνίζομαι(personne) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μένω στη γραμμή (μου)(Téléphone) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω υπομονή, δείχνω υπομονή
|
η θέση μου είναιverbe intransitif (être dans le lieu approprié) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cette chaise doit rester à côté de la table. Η καρέκλα πάει δίπλα στο τραπέζι. |
έχω συνοχήverbe intransitif (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
κοιτάζω έντοναverbe intransitif |
δεν πλησιάζω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Un avertissement à l'extérieur de la cage des singes indique aux visiteurs qu'ils doivent rester à distance (or: ne pas s'approcher). |
μένω ψύχραιμος, μένω ήρεμος
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Il va essayer de t'énerver mais tu dois rester calme. Θα προσπαθήσει να σε νευριάσει θα πρέπει όμως να μείνεις ψύχραιμη. Παρακαλείσθε όλοι να μείνετε ψύχραιμοι μέχρι να έρθει η αστυνομία! |
κρατιέμαι σε φόρμα, διατηρώ τη φόρμα μουlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je fais de la danse du ventre pour rester en forme. Μου αρέσει να κρατιέμαι σε φόρμα κάνοντας χορό της κοιλιάς. |
μένω ακίνητος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ne bouge pas ou la photo va être floue. |
δεν κινούμαι, μένω ακίνητος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μένω αμετάπειστος, μένω ανυποχώρητος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παραμένω ζεστός, διατηρώ την θερμοκρασία
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μένω πιστός
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
παραμένω θετικός
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Tu dois toujours rester positive. |
μένω ακίνητος
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
παραμένω ο ίδιος, μένω ο ίδιος
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) En 15 ans, il est resté le même. |
παραμένω σε αχρηστία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ses talents artistiques sont restés trop longtemps inexploités. |
μένω στη επιφάνεια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δροσίζομαιlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) William a utilisé un petit ventilateur électrique pour rester au frais. |
μένω σταθερός, παραμένω σταθερός
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Il est resté ferme face à la forte opposition. |
παραμένω ανώνυμος
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Όταν συμμετέχω σε έρευνες προτιμώ να παραμένω ανώνυμος. |
παραμένω ουδέτερος
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La Suisse est restée neutre durant la Seconde Guerre mondiale. Η Ελβετία παρέμεινε ουδέτερη κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. |
παραμένω καθιστός, παραμένω στη θέση μου
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Veuillez rester assis jusqu'à l'arrêt complet du bus. Παρακαλώ παραμείνετε στις θέσεις σας έως το λεωφορείο να σταματήσει εντελώς. |
παραμένω σταθερός
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'homme a été gravement blessé mais les médecins disent que son état reste stable. Ο άντρας τραυματίστηκε σοβαρά αλλά οι γιατροί λένε πως η κατάστασή του παραμένει σταθερή. |
παραμένω έγκυρος
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παραμένω σε εγρήγορση/επαγρύπνηση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παραμένω σιωπηλός
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
παραμένω επίκαιρος/ορθός/σωστός
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μένω ενήμερος
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
αποφεύγωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Reste à l'écart de ce type, il ne t'attirera que des ennuis. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rester στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του rester
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.