Τι σημαίνει το attendre στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης attendre στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του attendre στο Γαλλικά.

Η λέξη attendre στο Γαλλικά σημαίνει περιμένω, περιμένω, περιμένω, περιμένω, αναμένω, θέλω, περιμένω, αναμένω, παραμονεύω, περίμενε και θα δεις, περιμένω, αναμένω, μένω, περιμένω, περιμένω, παίρνω αναβολή, περιμένω, κρατάω γερά, περιμένω, περιμένω κτ, κάθομαι, περιμένω, περιμένω, είμαι έγκυος σε, παραμένω, υπομένω, ανέχομαι, που δεν θέλει πολύ για να συμβεί, περιμένω, στο κοντινό μέλλον, στο άμεσο μέλλον, αναμένω, περιμένω κπ/κτ να κάνει κτ, περιμένω, πιστεύω ότι θα κάνω κτ, πιστεύω να κάνω κτ, περιμένω παιδί, δεν προσδοκώ, δεν ελπίζω, απίθανος, σπάνιος, η υπομονή είναι αρετή, αναμενόμενος, γνωστός, περιμένω τη σειρά μου, είμαι αμερόληπτος, υπομένω/αντέχω κάτι, κάνω κουράγιο, περιμένω πολλή ώρα, αξίζω την αναμονή, αεροσκάφος: περιμένω σε απόσταση 200 ποδιών από τον αεροδιάδρομο για να πάρω εντολή προσγείωσης, κάνω κπ να περιμένει, περιμένω υπομονετικά την κατάλληλη ευκαιρία, είμαι έγκυος, περιμένω ξενυχτώντας, τι πρόκειται να συμβεί, περιμένω, λογαριάζω, περιμένω με αγωνία, περιμένω να τελειώσει κτ, ακατάλληλα, αναμένω, περιμένω, δεν έχω προσδοκίες, περίμενε ένα λεπτό, μπαίνω στη σειρά, περιμένω, περιμένω, ανυπομονώ για κτ, περιμένω κτ με ανυπομονησία, υπομένω, θέλω απελπισμένα, θέλω απεγνωσμένα, προετοιμασμένος για κτ, ανυπομονώ, δεν περιμένω, αναμένω, περιμένω, ανυπομονώ για κτ, περιμένω κτ με ανυπομονησία, ανυπομονώ για κτ, προβλέψιμα, όπως ήταν αναμενόμενο, λαχταρώ, ποθώ, λαχταρώ, ποθώ, σταματάω να παιδεύω κπ, αξίζω την αναμονή, απολαμβάνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης attendre

περιμένω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les résultats ne sont pas encore annoncés, j'attends toujours.
Τα αποτελέσματα δεν έχουν βγει, ακόμα περιμένω.

περιμένω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'attends quelqu'un de spécial.
Περιμένω κάποιον ξεχωριστό.

περιμένω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il y a des taxis qui attendent au coin.
Υπάρχουν ταξί που περιμένουν στη γωνία.

περιμένω, αναμένω

verbe transitif (κάτι, να γίνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'attends un colis de la poste.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Προσμένω με ανυπομονησία τον ερχομό σου.

θέλω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ως εργοδότης σου θέλω τελειότητα. Αυτή η δουλειά δεν είναι αρκετά καλή!

περιμένω

verbe transitif (un bébé, un enfant)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'attends un bébé pour juillet. // Ma femme attend des jumeaux.
Περιμένω παιδί τον Ιούλιο.

αναμένω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous pouvons nous attendre à de la pluie plus tard dans la journée sur la majorité du pays.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Περιμένω (or: πιστεύω) ότι η ομάδα μας θα χάσει ξανά.

παραμονεύω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'homme a été reconnu coupable de meurtre avec préméditation parce qu'il avait guetté sa victime.

περίμενε και θα δεις

verbe intransitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περιμένω, αναμένω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Brad attendait sa réponse avec impatience.
Ο Μπραντ με ανυπομονησία περίμενε την απάντησή της.

μένω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Attends là sans bouger.
Μείνε εδώ και μην κουνηθείς.

περιμένω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περιμένω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Περίμενε μέχρι να έρθω!

παίρνω αναβολή

verbe intransitif

περιμένω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Thea attendait l'arrivée de son cousin.
Η Τέα περίμενε την ξαδελφή της.

κρατάω γερά

verbe intransitif (μεταφορικά)

Attendez-moi, je reviens dans une minute. Attends-toi, j'arrive tout de suite.

περιμένω

verbe transitif (figuré : qui va arriver) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Seule la terreur attendait les passagers du bateau.
Στο πλοίο δεν τους περίμενε παρά μόνο τρόμος.

περιμένω κτ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάθομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nous allons attendre ici jusqu'à ce que le groupe arrive.

περιμένω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rachel attendait l'arrivée de son frère.
Η Ρέιτσελ περίμενε την άφιξη του αδερφού της.

περιμένω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

είμαι έγκυος σε

verbe transitif (grossesse)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Melinda attend des jumeaux.
Η Μελίντα περιμένει δίδυμα.

παραμένω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

υπομένω, ανέχομαι

verbe intransitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

που δεν θέλει πολύ για να συμβεί

(date, événement,...)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περιμένω

verbe intransitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pouvez-vous patienter un instant le temps que je vérifie cette information pour vous ?
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Παρακαλώ αναμείνατε στο ακουστικό σας.

στο κοντινό μέλλον, στο άμεσο μέλλον

(date, événement,...)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Καλύτερα να είσαι προετοιμασμένος γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι θα συμβεί στο εγγύς μέλλον.

αναμένω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je m'attends à ce que notre équipe perde encore. On s'attend à ce que les grandes entreprises maintiennent la capacité des États-Unis à rester compétitifs sur le marché mondial.
Αναμένω ότι η ομάδα μας θα χάσει πάλι.

περιμένω κπ/κτ να κάνει κτ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nous allons attendre que le bureau ouvre.
Θα περιμένουμε να ανοίξει το γραφείο.

περιμένω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'attends des excuses de ta part.
Περιμένω μια συγγνώμη από σένα.

πιστεύω ότι θα κάνω κτ, πιστεύω να κάνω κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περιμένω παιδί

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ma femme est enceinte.
Η γυναίκα μου περιμένει παιδί.

δεν προσδοκώ, δεν ελπίζω

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
On ne peut raisonnablement pas s'attendre à voir le vaccin sortir avant la fin du mois.

απίθανος, σπάνιος

locution verbale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il ne faut pas s'attendre à recevoir des cadeaux de leur part.
Τα δώρα από αυτούς είναι σπάνια.

η υπομονή είναι αρετή

αναμενόμενος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

γνωστός

locution verbale (changement de sujet)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cela fait plus d'une décennie que nous travaillons avec Mike, alors, nous savons à quoi nous attendre avec lui.

περιμένω τη σειρά μου

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il faut attendre son tour.
Να περιμένεις τη σειρά σου.

είμαι αμερόληπτος

locution verbale

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Je ne m'attendais à rien en acceptant l'entretien, je n'ai pas été déçu pour le coup !

υπομένω/αντέχω κάτι, κάνω κουράγιο

locution verbale (familier) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περιμένω πολλή ώρα

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αξίζω την αναμονή

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cela a pris longtemps de finir le travail mais ça a valu le coup d'attendre.

αεροσκάφος: περιμένω σε απόσταση 200 ποδιών από τον αεροδιάδρομο για να πάρω εντολή προσγείωσης

locution verbale (Aéronautique)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κάνω κπ να περιμένει

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je suis désolée de vous avoir fait attendre, j'étais pris dans les embouteillages.

περιμένω υπομονετικά την κατάλληλη ευκαιρία

(figuré)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι έγκυος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Clive m'a dit tout excité que sa fille attendait un heureux événement.

περιμένω ξενυχτώντας

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a 23 ans, tu n'as plus besoin d'attendre qu'il rentre.

τι πρόκειται να συμβεί

(figuré)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quels que soient nos projets, on ne peut jamais savoir ce qui nous attend.

περιμένω, λογαριάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quand j'ai épousé ma femme, je ne me serais jamais attendu à ce que ma belle-mère vienne aussi vivre avec nous.
Όταν παντρεύτηκα τη γυναίκα μου, περίμενα ότι και η μητέρα της θα ερχόταν να ζήσει μαζί μας.

περιμένω με αγωνία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'aspect le plus difficile d'un examen est souvent d'en attendre avec impatience les résultats.

περιμένω να τελειώσει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ακατάλληλα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αναμένω, περιμένω

(κτ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο γιατρός περίμενε τα αποτελέσματα των εξετάσεων αίματος να έρθουν την Τρίτη, αλλά άργησαν.

δεν έχω προσδοκίες

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je ne m'attends pas à le voir mais je vais quand même lui dire bonjour.

περίμενε ένα λεπτό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Attends un instant que je rentre éteindre les lumières.

μπαίνω στη σειρά

locution verbale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tu veux prendre ta revanche sur lui ? Tu vas devoir attendre ton tour !

περιμένω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Patientez un instant, je reviens tout de suite.
Περίμενε σε παρακαλώ, θα είμαι κοντά σου σε δυο λεπτά.

περιμένω

locution verbale (πριν κάνω κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Attends que je m'en aille avant de jouer de la batterie !
Σε παρακαλώ περίμενε να φύγω πριν παίξεις ντραμς!

ανυπομονώ για κτ, περιμένω κτ με ανυπομονησία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Chaque année, nous attendons nos vacances d'été avec impatience.
Κάθε χρόνο περιμένουμε με ανυπομονησία τις καλοκαιρινές διακοπές.

υπομένω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θέλω απελπισμένα, θέλω απεγνωσμένα

(να κάνω κάτι)

Gerald veut à tout prix trouver un emploi.
Ο Τζέραλντ θέλει απελπισμένα να βρει μια δουλειά.

προετοιμασμένος για κτ

Je pensais que je m'attendais à tout, mais la véhémence de sa réponse m'a surpris.
Νόμιζα πως ήμουν προετοιμασμένος για όλα, αλλά η σφοδρότητα της απάντησής του με εξέπληξε.

ανυπομονώ

(βιασύνη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Après avoir été cloîtré chez moi tout l'hiver, j'ai hâte que le printemps arrive.
Ανυπομονώ να έρθει η άνοιξη, αφού είχα κλειστεί στο σπίτι όλο τον χειμώνα.

δεν περιμένω

(να γίνει κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναμένω, περιμένω

(ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανυπομονώ για κτ, περιμένω κτ με ανυπομονησία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'ai hâte de partir à la retraite.
Περιμένω με ανυπομονησία τη μέρα που θα μπορώ να βγω στη σύνταξη.

ανυπομονώ για κτ

On n'est que lundi mais j'attends déjà le week-end avec impatience.

προβλέψιμα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

όπως ήταν αναμενόμενο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λαχταρώ, ποθώ

(soutenu)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il lui tardait de rentrer chez lui auprès de sa famille.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Λαχταρούσε (or: Ποθούσε) να γυρίσει στο σπίτι με την οικογένειά του.

λαχταρώ, ποθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Miriam avait hâte que Jake la prenne dans ses bras et lui dise qu'il l'aimait.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Λαχταρούσε να την πάρει στην αγκαλιά του και να της πει ότι την αγαπάει.

σταματάω να παιδεύω κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αξίζω την αναμονή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απολαμβάνω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Charlotte attendait avec impatience que sa rivale soit vaincue.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του attendre στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του attendre

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.