Τι σημαίνει το restless στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης restless στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του restless στο Αγγλικά.

Η λέξη restless στο Αγγλικά σημαίνει νευρικός, ανήσυχος, ανήσυχος, ανήσυχος, ανήσυχος, αδιάκοπος, ασταμάτητος, σύνδρομο ανήσυχων ποδιών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης restless

νευρικός, ανήσυχος

adjective (fidgety)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The child was restless, struggling to obey her father and stay still.
Το κοριτσάκι ήταν νευρικό (or: ανήσυχο) και δυσκολευόταν να υπακούσει τον πατέρα του και να κάτσει ήσυχο.

ανήσυχος

adjective (worried)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tom was still not home and Agatha was restless.
Ο Τομ δεν είχε γυρίσει ακόμα σπίτι και η Αγκάθα καθόταν σ' αναμμένα κάρβουνα.

ανήσυχος

adjective (mind: wandering)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nathan was trying desperately to sleep, but his restless mind kept rerunning the day's events. Beth's restless thoughts kept straying to her sick mother instead of staying on her work.
Ο Νέιθαν προσπαθούσε απεγνωσμένα να κοιμηθεί αλλά το ανήσυχο μυαλό του ξαναζούσε στα γεγονότα της ημέρας.

ανήσυχος

adjective (deprived of rest) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Bill had spent a restless night and the last thing he wanted to do was go to work.
Ο Μπιλ πέρασε μια ανήσυχη νύχτα και το τελευταίο πράγμα που ήθελε να κάνει ήταν να πάει για δουλειά.

αδιάκοπος, ασταμάτητος

adjective (never stopping)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A restless wind blew through the trees.

σύνδρομο ανήσυχων ποδιών

plural noun (aching or twitching in the legs)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του restless στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.