Τι σημαίνει το restraint στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης restraint στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του restraint στο Αγγλικά.

Η λέξη restraint στο Αγγλικά σημαίνει δεσμά, αυτοσυγκράτηση, αυτοκυριαρχία, περιορισμός, περιορισμός, αυτοσυγκράτηση, αυτοκυριαρχία, παράνομη κράτηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης restraint

δεσμά

noun (physical, to hold person)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

αυτοσυγκράτηση, αυτοκυριαρχία

noun (control, reserve)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Her mother-in-law's comment made Janet furious, but she showed considerable restraint in her response.
Η Τζάνετ έγινε έξαλλη με το σχόλιο της πεθεράς της αλλά απάντησε με σημαντική αυτοσυγκράτηση (or: αυτοκυριαρχία).

περιορισμός

noun (often plural ([sth] limiting) (συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Tony feels that his parents put too many restraints on who he can see and what he can do; he can't wait until he's old enough to leave home!
Ο Τόνυ νιώθει ότι οι γονείς του του επιβάλλουν πάρα πολλούς περιορισμούς σχετικά με το ποιους θα δει και τι θα κάνει. Ανυπομονεί να μεγαλώσει για να φύγει από το σπίτι!

περιορισμός

noun (legal restriction)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Most countries have restraints on the sale of alcohol and tobacco products.
Οι περισσότερες χώρες έχουν περιορισμούς σε ό,τι αφορά την πώληση αλκοολούχων ποτών και προϊόντων καπνού.

αυτοσυγκράτηση, αυτοκυριαρχία

noun (control of urges) (των επιθυμιών, αδυναμιών κπ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You need a lot of self-restraint to diet for a long period.

παράνομη κράτηση

noun (forced imprisonment)

Schmidt was arrested for unlawful restraint when he prevented a woman from leaving his residence.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του restraint στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του restraint

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.