Τι σημαίνει το retrouver στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης retrouver στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του retrouver στο Γαλλικά.
Η λέξη retrouver στο Γαλλικά σημαίνει συναντάω, συναντώ, βρίσκω, συναντάω, ξαναζώ, συνδέω, -, εντοπίζω, συγκεντρώνω, μαζεύω, σε φόρμα, υγιής, σε καλή φυσική κατάσταση, έρχομαι μαζί, ανακτώ, ξανακερδίζω, ξανασυναντώ, συναντάω, συναντώ, βρίσκω, ανακαλύπτω, εντοπίζω, τα λέω με κπ, συναντιέμαι, αναπροσανατολισμός, επανασυνδέω κπ με κπ, επανενώνω κπ με κπ, επανέρχομαι, εξοκέλλω, καταλήγω, εγκαταλείπω, αντιμετωπίζω, αντιμέτωπος με, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, καλώς ήρθες, καλωσόρισες, ξαναβρίσκω τη φόρμα μου, κολλάω, πνίγομαι, μου πέφτει ο κλήρος να κάνω κτ, βρίσκομαι σε αδιέξοδο, έρχομαι πρόσωπο με πρόσωπο, μένω πίσω, βρίσκω τη φόρμα μου, επανέρχομαι στο κανονικό, αναποδογυρίζω, επανεστιάζω, κολλάω, αποκτώ καλή φυσική κατάσταση, συνδυάζω, βελτιώνω τη φυσική μου κατάσταση, συνέρχομαι, καταλήγω, ανακτώ τις αισθήσεις μου, απορροφώμαι σιγά σιγά, γκαστρώνω, παγίδευση, γκαστρώνω, μένω πίσω, συναντώ από κοντά, κολλάω, συνέρχομαι, ευθυμώ, ξυπνάω, συνέρχομαι, βλέπω τα πράγματα ρεαλιστικά, εντοπίζω, γίνομαι μούσκεμα, γίνομαι μουσκίδι, επανασυνδέομαι, συναντιέμαι, κολλάω σε κτ, καταλήγω, καταλήγω με κτ, βρίσκομαι με κπ, καταλήγω να κάνω κτ, ανάγω κτ σε κτ, καταλήγω, αυξάνω, έχω σημαντική θέση, θολώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης retrouver
συναντάω, συναντώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle retrouve ses amis au cinéma. Θα συναντήσει τις φίλες της στον κινηματογράφο. |
βρίσκωverbe transitif (un objet égaré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai égaré mon téléphone la semaine dernière mais je l'ai retrouvé ce matin. Έχασα το τηλέφωνό μου την προηγούμενη εβδομάδα αλλά το ξαναβρήκα σήμερα το πρωί. |
συναντάωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu viens me rejoindre à l'arrêt de bus ? Θα έρθεις να με συναντήσεις (or: βρεις) στη στάση του λεωφορείου; |
ξαναζώverbe transitif (figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συνδέωverbe transitif (κτ με κπ/κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Karen a finalement retrouvé l'origine de l'étrange odeur : la pile de vêtements sur le sol de la chambre de sa fille adolescente. Η Κάρεν εντόπισε τελικά την πηγή της παράξενης μυρωδιάς στη στοίβα με τα ρούχα στο δωμάτιο της έφηβης κόρης της. |
-verbe transitif (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Il a retrouvé son père biologique. Εντόπισε τον βιολογικό του πατέρα. |
εντοπίζω(une personne) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le détachement a utilisé des limiers pour localiser (or: retrouver) le fugitif. |
συγκεντρώνω, μαζεύω(ses forces) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai rassemblé mes forces avant la montée vers le pic. |
σε φόρμα, υγιής, σε καλή φυσική κατάστασηnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Après avoir eu son bébé, elle était vraiment désireuse de retrouver la ligne le plus vite possible. |
έρχομαι μαζί
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nous allons voir un film. Tu veux te joindre à nous ? Θα πάμε να δούμε μια ταινία απόψε. Θα ήθελες να έρθεις μαζί μας; |
ανακτώverbe transitif (des objets) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La baronne n'a jamais retrouvé sa collection de diamants volée. Η βαρόνη ποτέ δε ξαναβρήκε την κλεμμένη συλλογή διαμαντιών. |
ξανακερδίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Après son infidélité, John a dû beaucoup travailler pour regagner la confiance de sa femme. Μετά την παράλληλη σχέση του, ο Τζον έπρεπε να προσπαθήσει πολύ για να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη της γυναίκας του. |
ξανασυναντώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συναντάω, συναντώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On se retrouve encore ce soir. |
βρίσκω, ανακαλύπτω, εντοπίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je vais voir si je peux trouver cette recette pour vous (or: si je peux te retrouver cette recette). Θα δω αν μπορώ να σου βρω τη συνταγή. |
τα λέω με κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) C'était sympa de retrouver tout le monde à la réunion de famille. Ήταν πολύ ευχάριστο που έμαθα τα νέα όλων στην οικογενειακή συνάντηση. |
συναντιέμαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Où pouvons-nous nous retrouver ? Που θέλεις να βρεθούμε; |
αναπροσανατολισμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
επανασυνδέω κπ με κπ, επανενώνω κπ με κπ
|
επανέρχομαι(choc physique, effort) (πιο γρήγορα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Η Ρέιτσελ ταράχτηκε που είδε με τα μάτια της το ατύχημα, αλλά επανήλθε γρήγορα και έτρεξε να βοηθήσει. |
εξοκέλλω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Τα ψαροκάικα εξόκειλαν, όταν υποχώρησαν τα νερά. |
καταλήγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εγκαταλείπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αντιμετωπίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ξέσπασε σε δάκρυα όταν ήρθε αντιμέτωπη με την απιστία του συζύγου της. |
αντιμέτωπος μεlocution verbale (κάτι ή το να κάνω κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je ne veux pas me retrouver face à (or: me trouver face à, or: me retrouver confronté à) ce problème. |
στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Londres s'est retrouvée sur le devant de la scène lors des Jeux Olympiques 2012. |
καλώς ήρθες, καλωσόρισες
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Content de te revoir ! Le bureau n'était pas pareil sans toi. Καλωσόρισες! Το γραφείο δεν ήταν το ίδιο όσο έλειπες. |
ξαναβρίσκω τη φόρμα μουlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai pris un abonnement à une salle de sports pour retrouver la ligne. |
κολλάω, πνίγομαι(figuré) (μεταφορικά: σε κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μου πέφτει ο κλήρος να κάνω κτ(familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ma sœur est allée faire les courses avec son amie et je me suis retrouvée coincée avec la garde de ses deux jeunes enfants. Η αδερφή μου πήγε για ψώνια με τη φίλη της και εγώ ξέμεινα να κάνω μπέιμπι σίτινγκ στα δυο μικρά παιδιά της. |
βρίσκομαι σε αδιέξοδο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έρχομαι πρόσωπο με πρόσωπο(par hasard) (κυριολεκτικά ή μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μένω πίσωverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les randonneurs les plus en forme et les plus expérimentés devraient rester à l'arrière du groupe pour s'assurer que personne ne se retrouve à la traîne. |
βρίσκω τη φόρμα μουlocution verbale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il faut que je retrouve la forme si je veux rentrer dans mon maillot de bain cet été. |
επανέρχομαι στο κανονικόlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αναποδογυρίζωverbe pronominal (figuré, personne) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
επανεστιάζωlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κολλάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La voiture s'est retrouvée bloquée dans la boue et l'agriculteur du coin a dû l'en faire sortir avec son tracteur. Το αυτοκίνητο κόλλησε στη λάσπη κι ένας αγρότης της περιοχής χρειάστηκε να το απεγκλωβίσει με το τρακτέρ του. |
αποκτώ καλή φυσική κατάστασηverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συνδυάζω(Linguistique) (με άλλη λέξη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βελτιώνω τη φυσική μου κατάστασηlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Alice a retrouvé la forme pour le marathon en allant à la salle de sport régulièrement. |
συνέρχομαι(καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quand il a repris connaissance (or: a repris ses esprits), il était à l'hôpital. Όταν συνήλθε, βρισκόταν στο νοσοκομείο. |
καταλήγωverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si tu continues à arriver en retard au travail, tu vas finir par te retrouver sans boulot ! |
ανακτώ τις αισθήσεις μου
|
απορροφώμαι σιγά σιγάverbe pronominal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je me suis finalement retrouvé prof après avoir raté le concours de médecine. Αφού απέτυχα να περάσω τις εξετάσεις στην ιατρική, με απορρόφησε σιγά σιγά η διδασκαλία. |
γκαστρώνω(familier) (αργκό, μειωτικό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Son copain l'a mise en cloque quand elle avait 16 ans, ce qui a mis fin à ses rêves de devenir actrice. |
παγίδευση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γκαστρώνω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Beaucoup d'adolescentes qui se retrouvent enceintes choisissent de faire adopter leur bébé. |
μένω πίσω(familier) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je me suis retrouvé largué quand la révolution numérique a commencé. |
συναντώ από κοντά(par hasard) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κολλάω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Neil essayait de résoudre un problème de maths mais s'est retrouvé bloqué. Ο Νηλ προσπαθούσε να λύσει ένα μαθηματικό πρόβλημα, αλλά κόλλησε. |
συνέρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le patient a repris connaissance (or: est revenu à lui) après son opération. Ο ασθενής συνήλθε γρήγορα μετά την εγχείρηση. |
ευθυμώlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mme Mills a retrouvé le sourire quand le thé et le gâteau sont arrivés. Η κυρία Μιλς ευθύμησε όταν σερβιρίστηκε τσάι και κέικ. |
ξυπνάω, συνέρχομαι, βλέπω τα πράγματα ρεαλιστικά(figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai retrouvé mes esprits (or: Je suis revenu sur terre) quand ma copine m'a dit que si je ne changeais pas, elle me quitterait. |
εντοπίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La police tente de retrouver la trace des témoins de l'accident. Η αστυνομία προσπαθεί να εντοπίσει μάρτυρες του ατυχήματος. |
γίνομαι μούσκεμα, γίνομαι μουσκίδι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nous n'avons pas vérifié la météo avant d'aller camper et nous nous sommes retrouvés trempés. |
επανασυνδέομαιverbe pronominal (ρήμα μεταβατικό και αλληλοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελούν τα υποκείμενα επιστρέφει στα ίδια τα υποκείμενα, π.χ. αγαπιούνται (=αγαπάνε ο ένας τον άλλον) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αλληλο-) Mère et fille se sont retrouvées après 20 ans de séparation. Μητέρα και κόρη επανασυνδέθηκαν ύστερα από έναν 20ετή χωρισμό. |
συναντιέμαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Retrouvons-nous sur la place dans vingt minutes. |
κολλάω σε κτ(μεταφορικά, καθομ) Olivia s'est retrouvée bloquée à la dernière définition des mots croisés. Η Ολίβια κόλλησε στον τελευταίο ορισμό του σταυρόλεξου. |
καταλήγωverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si on ne s'arrête pas pour regarder la carte, on va se retrouver complètement perdus ! Εάν δεν σταματήσουμε να ζητήσουμε οδηγίες θα καταλήξουμε εντελώς χαμένοι. |
καταλήγω με κτ
Je n'aurais jamais fait de parachute si j'avais su que je me retrouverais avec une jambe cassée. Δεν θα έκανα ποτέ skydiving, αν ήξερα ότι θα κατέληγα με σπασμένο πόδι. |
βρίσκομαι με κπ(καθομιλουμένη) |
καταλήγω να κάνω κτverbe pronominal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si je ne trouve pas de travail rapidement, je vais me retrouver à mendier dans la rue. Αν δεν βρω, σύντομα, δουλειά, ίσως καταντήσω να ζητιανεύω στο δρόμο. |
ανάγω κτ σε κτlocution verbale Grace peut retracer l'origine de sa famille au seizième siècle. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι ερευνητές ανάγουν τα ευρήματα στην ελληνιστική περίοδο. |
καταλήγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nous essayions d'aller à Brighton, mais nous nous sommes retrouvés à Hastings. Προσπαθούσαμε να φτάσουμε στο Μπράιτον, αλλά καταλήξαμε στο Χέιστινγκς. |
αυξάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'homme politique gagnait en popularité chaque semaine. |
έχω σημαντική θέση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ce thème se retrouve beaucoup dans le nouveau livre de M. Gold. Αυτό το θέμα έχει εξέχουσα θέση (or: κατέχει εξέχουσα θέση) στο τελευταίο βιβλίο της κ. Γκολντ. |
θολώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του retrouver στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του retrouver
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.