Τι σημαίνει το rodar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rodar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rodar στο ισπανικά.

Η λέξη rodar στο ισπανικά σημαίνει κυλάω, κυλάω, κυλώ, γυρίζω, γυρίζω, -, τροχοδρομώ, κυλώ από κτ, κινούμαι, γράφω, πέφτω, περιστρέφομαι, περιστρέφομαι, κινούμαι πάνω σε ρόδες, κινηματογραφώ, κινηματογραφώ, κατρακυλάω, κατρακυλώ, κυλάω, κυκλοφορώ, μαθαίνομαι, ξεκινώ, αρχίζω, ταλαντεύομαι, κινούμαι παλινδρομικά, λικνίζομαι, μεταφορά κορμών δέντρων, κυλάω, τσουλάω, κυλώ, φτάνω, κυλώ κτ σε κτ, κυλάω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rodar

κυλάω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La bola rodó cuesta abajo.
Η μπάλα κύλησε απ' το λόφο.

κυλάω, κυλώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Las ruedas del tanque rodaron hacia adelante.

γυρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Estuvieron rodando todo el día, pero consiguieron las escenas que querían.

γυρίζω

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Están rodando la película en Canadá.
Γυρίζουν την ταινία στον Καναδά.

-

verbo intransitivo

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Το αγόρι τσούλαγε στον διάδρομο με το πατίνι του.

τροχοδρομώ

(por la pista) (επίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El avión rodaba por la pista, ¡ya era demasiado tarde para bajarse!

κυλώ από κτ

verbo intransitivo

La canica rodó por la rampa.
Η μπίλια κύλησε από τη ράμπα και έπεσε.

κινούμαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¡Este nuevo carro rueda tan suavemente!

γράφω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El director le gritó a todos mientras el camarógrafo seguía rodando.

πέφτω

verbo intransitivo (objeto redondo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περιστρέφομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El brazo de la grúa giró para recoger su carga.

περιστρέφομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Las ruedas de la bicicleta giraban más y más deprisa mientras Dan descendía a toda velocidad por la colina.
Οι ρόδες του ποδηλάτου γυρνούσαν ολοένα και πιο γρήγορα καθώς ο Νταν κατέβαινε με ταχύτητα τον λόφο.

κινούμαι πάνω σε ρόδες

(vehículo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El auto marchaba con suavidad.

κινηματογραφώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hoy, el director filmó tres escenas de la película.
Ο σκηνοθέτης έχει ήδη γυρίσει τρεις σκηνές από την ταινία.

κινηματογραφώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El equipo comenzará a filmar pronto.

κατρακυλάω, κατρακυλώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La bola de lana dio una voltereta por el suelo.
Το κουβάρι του μαλλιού κύλησε στο πάτωμα.

κυλάω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hizo rodar la pelota hacia donde estaba el bebé.
Τσούλησε την μπάλα στο μωρό.

κυκλοφορώ, μαθαίνομαι

(rumor, voz)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cuando corrió la voz de que estaba haciendo galletas, todos los niños aparecieron de golpe.
Όταν μαθεύτηκε πως έψηνε κουλουράκια, όλα τα παιδιά εμφανίστηκαν στην πόρτα της.

ξεκινώ, αρχίζω

locución verbal (empezar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ταλαντεύομαι, κινούμαι παλινδρομικά, λικνίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los pasajeros rodaban de un lado a otro mientras el autobús avanzaba por la carretera llena de curvas.

μεταφορά κορμών δέντρων

locución verbal (παλαιό: σε ποτάμι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κυλάω, τσουλάω

(κινούμαι χωρίς δύναμη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Rodó con su bicicleta colina abajo sin pedalear.

κυλώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Una lágrima rodó por la mejilla de la niña.

φτάνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los conductores llegaron a la línea de salida y esperaron a que empezara la carrera.
Οι οδηγοί έφτασαν στο σημείο εκκίνησης και περίμεναν να ξεκινήσει ο αγώνας.

κυλώ κτ σε κτ

Dan hizo rodar la pelota por la colina.
Ο Νταν κύλησε τη μπάλα στον λόφο.

κυλάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rodar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.