Τι σημαίνει το rolar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rolar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rolar στο πορτογαλικά.

Η λέξη rolar στο πορτογαλικά σημαίνει κυλάω, κύλιση, περνάω, απλώνω, κυλάω, κυλάω, κυλάω, κυλώ, κυλώ, ταλαντεύομαι, κινούμαι παλινδρομικά, λικνίζομαι, κατρακυλάω, κατρακυλώ, κυλώ από κτ, κυλώ κτ σε κτ, περνάω με το ποντίκι, περνάω τον κέρσορα, περνάω πάνω από κτ με κτ, τρέχω, κυλάω, γυρίζω, στρέφομαι, αναποδογυρίζω, προχωρώ αργά και σταθερά, κυλάω, πέφτω, -, θέμα τύχης, κάνω σναπ, κυλάω τον δρομέα, ξετυλίγω κείμενο προς τα κάτω, ανακύλιση περιεχομένων οθόνης, παραβλέπω, λύνομαι, σκάω, μείωση τιμής εξάσκησης, μείωση τιμής άσκησης οψιόν, πέφτω, βολεύω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rolar

κυλάω

(bola, aro)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A bola rolou morro abaixo.
Η μπάλα κύλησε απ' το λόφο.

κύλιση

(περιστροφική κίνηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Não há nada que o cavalo goste mais do que rolar na lama.
Το άλογο δεν έχει καλύτερο από το να κυλιέται στη λάσπη.

περνάω, απλώνω

(mexer de um lado para outro)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele rolou a tinta na parede bem rapidamente.

κυλάω

(movimentar sobre rodas) (έμφαση στο είδος της κίνησης)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O carro rolava (or: rodava) pela rua.
Το αυτοκίνητο κινήθηκε κατά μήκος του δρόμου.

κυλάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele rolou (or: jogar) a bola para o bebê.
Τσούλησε την μπάλα στο μωρό.

κυλάω, κυλώ

(movimentar-se com voltas ou giros)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As rodas do tanque rolaram para frente.

κυλώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Uma lágrima rolou pela bochecha da menina.

ταλαντεύομαι, κινούμαι παλινδρομικά, λικνίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κατρακυλάω, κατρακυλώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A bola de lã rolou pelo chão.
Το κουβάρι του μαλλιού κύλησε στο πάτωμα.

κυλώ από κτ

verbo transitivo

A bola de gude rolou pela rampa.
Η μπίλια κύλησε από τη ράμπα και έπεσε.

κυλώ κτ σε κτ

verbo transitivo

Dan rolou a bola morro abaixo.
Ο Νταν κύλησε τη μπάλα στον λόφο.

περνάω με το ποντίκι, περνάω τον κέρσορα

(πάνω από κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Πέρνα με το ποντίκι πάνω από την εικόνα και θα τη δεις να αλλάζει.

περνάω πάνω από κτ με κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Η εικόνα θα αλλάξει εάν περάσεις τον κέρσορα από πάνω της.

τρέχω, κυλάω

verbo transitivo (cair lágrima) (δάκρυα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As lágrimas rolaram pelas bochechas.

γυρίζω, στρέφομαι, αναποδογυρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se você não consegue dormir, vire para o outro lado e tente de novo.
Εάν δεν μπορείς να κοιμηθείς γύρισε στο άλλο σου πλευρό και δοκίμασε ξανά.

προχωρώ αργά και σταθερά

(figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κυλάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πέφτω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A pilha de livros não parecia muito estável; John deu uma cutucada neles e eles rolaram no chão. // Ela escorregou em uma casca de banana e rolou escada abaixo.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η στοίβα με τα βιβλία δεν φαινόταν πολύ σταθερή· ο Τζον την σκούντηξε και αυτή έπεσε στο πάτωμα.

-

(andar sobre rodízios)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Το αγόρι τσούλαγε στον διάδρομο με το πατίνι του.

θέμα τύχης

expressão (figurado, informal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω σναπ

expressão verbal (futebol americano: fazer o primeiro passe) (αμερικάνικο φούτμπολ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κυλάω τον δρομέα

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gareth ainda estava rolando a página, tentando encontrar a informação pela qual procurava.
Ο Γκάρεθ εξακολουθούσε να σκρολάρει, προσπαθώντας να βρει τις πληροφορίες που έψαχνε.

ξετυλίγω κείμενο προς τα κάτω

(computação) (Η/Υ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανακύλιση περιεχομένων οθόνης

(computação) (Η/Υ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παραβλέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λύνομαι, σκάω

expressão verbal (μεταφορικά: στα γέλια)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Rolamos de rir quando Jack nos contou a piada sobre o pinguim.
Όλοι μας λυθήκαμε στα γέλια, όταν ο Τζακ μάς διηγήθηκε το ανέκδοτο με τον πιγκουίνο.

μείωση τιμής εξάσκησης, μείωση τιμής άσκησης οψιόν

expressão verbal (financeiro, mercado de opções) (οικονομία: δικαίωμα προαίρεσης)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πέφτω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βολεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu poderia encontrá-lo às 14h na quarta-feira. Está bom para você?

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rolar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.