Τι σημαίνει το saludar στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης saludar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του saludar στο ισπανικά.
Η λέξη saludar στο ισπανικά σημαίνει χαιρετάω, χαιρετώ, χαιρετώ στρατιωτικά, χαιρετώ, λέω γεια, αποχαιρετώ, που χαιρετά, γνέφω, προσέχω, εύχομαι, κούνημα του χεριού, χαιρετώ στρατιωτικά, κάνω υπόκλιση, κάνω μια εμφάνιση, κάνω ένα πέρασμα, περνάω, περνώ, χαιρετώ, γνέφω, υποβάλλω τα σέβη μου σε κπ, κουνάω το χέρι, κάνω σύντομη επίσκεψη, χαιρετώ, χαιρετάω, χαιρετώ με μικρή υπόκλιση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης saludar
χαιρετάω, χαιρετώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) En el pequeño pueblo, los extraños se saludan en la calle. Σε αυτή τη μικρή πόλη η άγνωστοι σε χαιρετάνε στον δρόμο. |
χαιρετώ στρατιωτικά(militar) |
χαιρετώ, λέω γειαverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Saludo a mis vecinos cada vez que los veo. |
αποχαιρετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Saludalo a tu primo de mi parte, ya no lo voy a poder ver. |
που χαιρετά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El rey pasó por delante de la multitud que saludaba. |
γνέφωverbo transitivo (gesto) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sarah saludó a su amiga. Η Σάρα έγνεψε στην φίλη της για να τη χαιρετήσει. |
προσέχω(βλέπω ότι είναι εκεί) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Él ni siquiera me saludó. |
εύχομαιverbo transitivo (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Al entrar, la invitada saludó al anfitrión. |
κούνημα του χεριού
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Amando hizo un gesto de saludo con la mano cuando vio pasar a Tim. Η Αμάντα χαιρέτισε τον Τιμ με ένα κούνημα του χεριού καθώς περνούσε. |
χαιρετώ στρατιωτικά(militar) El soldado saludó al coronel. |
κάνω υπόκλιση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Al final de una función, se acostumbra que los actores saluden ante el público al frente del escenario. |
κάνω μια εμφάνιση, κάνω ένα πέρασμαlocución verbal (coloquial) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El jefe usualmente pasa a saludar al día de campo anual de los empleados. |
περνάω, περνώlocución verbal (coloquial) (μεταφορικά: για επίσκεψη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Estaba en el barrio y pensé en pasar a saludar un rato. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ήμουνα στην γειτονιά και απλά σκέφτηκα να περάσω και να σε επισκεφτώ για λίγο. |
χαιρετώ, γνέφωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Οι θεατές χαιρέτησαν το τρένο καθώς έφευγε από τον σταθμό. |
υποβάλλω τα σέβη μου σε κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κουνάω το χέρι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Él le estaba diciendo adiós con la mano desde el final del muelle. Της κουνούσε το χέρι από την άκρη της προβλήτας. |
κάνω σύντομη επίσκεψη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Juan pasó a saludar a María cuando estaba en el hospital. Ο Τζον έκανε μια σύντομη επίσκεψη στη Μαίρη, ενώ αυτή ήταν στο νοσοκομείο. |
χαιρετώ, χαιρετάωlocución verbal (κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Brent saludó a sus hijos con la mano mientras se acercaba a la casa. Ο Μπρεντ χαιρέτησε τους γιους του ενώ πλησίαζε το σπίτι. |
χαιρετώ με μικρή υπόκλισηlocución verbal (στον αραβικό κόσμο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του saludar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του saludar
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.