Τι σημαίνει το sauter στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sauter στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sauter στο Γαλλικά.

Η λέξη sauter στο Γαλλικά σημαίνει πηδάω, πηδώ, πηδάω, πηδάω, πηδώ, πετάγομαι, παραλείπω, πηδώ, πηδάω, παραλείπω, πηδάω πάνω από κτ, καίγεται μια ασφάλεια, παραμένω αμέτοχος, χοροπηδάω, χοροπηδώ, παίρνω, προχωρώ με μεγάλα άλματα, υπερπηδάω, πηδάω, πηδώ, υπερπηδάω, καίγομαι, χυμώ, προσπερνάω, παραλείπω, αγνοώ, αντιπαρέρχομαι, πηδώ, αναπηδώ, χοροπηδώ, πηδάω, πηδώ, χαλάω, χαλώ, εκρήγνυμαι, πηδάω, πηδώ, περνάω κτ στο γρήγορο, <div>κάνω fast forward σε κτ</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>, πηδάω, βραχυκυκλώνω, ορμάω, κάνω σκοινάκι, ανατινάζω, πέφτω με αλεξίπτωτο, την πέφτω, μπαίνω, παίρνω, ξεγαντζώνω, τηγανίζω κτ με λίγο λάδι, χοροπηδάω, ξεσπάω, ξεσπώ, ανεβαίνω, χοροπηδώ, αρπάζω, με ανοιχτές αγκάλες, σκοινάκι, αναπήδηση με pogo stick, αναπήδηση με μπαστούνι, την πέφτω άγρια σε κπ, τη λέω σε κπ, τα χώνω σε κπ, αρπάζω την ευκαιρία, το τολμάω, τινάζω τη μπάνκα στον αέρα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, χορεύω στα γόνατα, αρπάζω την ευκαιρία, χοροπηδάω, χοροπηδώ, ξεφεύγω από το θέμα, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, πτώση με αλεξίπτωτο, πηδάω στην άκρη, πηδάω σε κτ, πηδώ σε κτ, πηδάω από κτ, πηδάω σε κτ, πηδάω πάνω σε κτ, πηδώ στην άλλη μεριά, ξεχωρίζω, πετάγομαι μπροστά, βουτάω, βουτώ, κάνω άλμα βάσης, νταχτιριντίζω, ταχταρίζω, δεν τρώω μεσημεριανό, πηδώ, απομακρύνω βίαια, βιάζομαι να αποκτήσω κάτι, κάνω το επόμενο βήμα, χοροπηδάω, χοροπηδώ, χάνω χτύπους, αρπάζω την ευκαιρία να κάνω κτ, πέφτω με αλεξίπτωτο, κάνω μπάντζι τζάμπινγκ, χοροπηδώ, κάνω άλμα επί κοντώ, ορμάω, χυμάω, χιμάω, χυμώ, χιμώ, αρπάζω, πηδάω σε κτ, πηδώ σε κτ, ρίχνω κάτι πάνω μου, εκτινάσσομαι, πηδάω πάνω από κτ/κπ, σοτάρω, κάνω σκοινάκι, ορμάω, ορμώ, της/του τα φοράω, μου έρχεται, μου 'ρχεται, αφήνω διπλό διάστιχο, τηγανίζω, πηδώ, συναντώ κπ τυχαία, ξεπηδώ από κτ, πηδάω, πηδώ, πηδάω, πηδώ, υπερβολικά, πηδάω, πηδώ, ξεπηδάω, ξεπηδώ, κάνω άλματα, πηδώ από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sauter

πηδάω, πηδώ

verbe intransitif (κίνηση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il sautait sur place pour se réchauffer.
Πηδούσε πάνω κάτω για να ζεσταθεί.

πηδάω

verbe transitif (Éducation : une classe) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mes parents refusaient que leur enfant saute le CE2.
Οι γονείς μου δεν θα άφηναν το παιδί τους να πηδήξει την τρίτη τάξη.

πηδάω, πηδώ

verbe transitif (μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
John a sauté un grade en récompense de sa bravoure.

πετάγομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il fit un bond de sa chaise quand il s'aperçut qu'il ne voyait pas l'enfant.
Πετάχτηκε από την καρέκλα του όταν κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να δει το μωρό.

παραλείπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mon conseil est de passer le deuxième plat et de garder de la place pour le poisson.
ΝΕW: Βιαζόμουν το πρωί, γι' αυτό παρέλειψα το πρόγευμα.

πηδώ, πηδάω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jeanne est au téléphone, du coup, elle m'a dit qu'elle passait son tour.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Άφησε τρία κεφάλαια του βιβλίου.

παραλείπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je ne suis pas allée à la réunion car j'avais trop à faire.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έκανα κοπάνα από το σχολείο, γιατί βαριόμουν.

πηδάω πάνω από κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il sauta par-dessus la flaque pour éviter de se mouiller les pieds.
Πήδηξε πάνω από τη λακκούβα για να μη βρέξει τα παπούτσια του.

καίγεται μια ασφάλεια

verbe intransitif (Électricité : fusible, plomb)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Apparemment, les fusibles ont sauté.

παραμένω αμέτοχος

verbe transitif (figuré)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il a sauté cette partie, mais jouera dans la prochaine.

χοροπηδάω, χοροπηδώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Τα παιδιά χοροπηδούσαν γύρω γύρω στο δωμάτιο μετά τα τόσα γλυκά που έφαγαν.

παίρνω

(familier, vulgaire) (ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ses potes crèvent tous d'envie de savoir s'il la saute.

προχωρώ με μεγάλα άλματα

verbe intransitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπερπηδάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jaime a sauté la clôture et s'est enfui.
Ο Χαΐμ πήδηξε πάνω από τον φράκτη και έφυγε τρέχοντας.

πηδάω, πηδώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le cheval a sauté la barrière et s'est enfui.
Το άλογο πήδηξε το φράγμα και δραπέτευσε.

υπερπηδάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καίγομαι

(fusible)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La surtension a fait griller le fusible.

χυμώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προσπερνάω, παραλείπω, αγνοώ, αντιπαρέρχομαι

(figuré) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lisez le chapitre 2 et 4 mais sautez (or: passez) le 3.

πηδώ, αναπηδώ, χοροπηδώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πηδάω, πηδώ

verbe intransitif (lapin)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le lapin bondissait et reniflait dans son enclos.
Το κουνέλι πηδούσε και μύριζε ένα γύρο στην περίφραξή του.

χαλάω, χαλώ

(appareil)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le moteur a lâché, et nous avons dû rentrer à pied.

εκρήγνυμαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La bombe explosa et fit énormément de bruit.
Η βόμβα εξερράγη μ' έναν δυνατό κρότο.

πηδάω, πηδώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Kyle a bondi (or: a sauté) par-dessus la clôture.
Ο Κάιλ πήδηξε πάνω από τον φράκτη.

περνάω κτ στο γρήγορο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il m'arrive souvent de passer rapidement les parties ennuyeuses des films.

<div>κάνω fast forward σε κτ</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>

Il m'arrive souvent de passer rapidement les parties ennuyeuses des films.

πηδάω

(familier) (αργκό, μτφ, χυδαίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il baise tout ce qu'il voit.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο σκύλος πηδούσε το πόδι του ιδιοκτήτη του.

βραχυκυκλώνω

(Électricité)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le circuit entier s'est mis en court-circuit.

ορμάω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Trouvant le bon moment pour saisir sa proie, le léopard a bondi (or: sauté).

κάνω σκοινάκι

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les enfants sautaient à la corde et jouaient à la marelle dans la cour.
Τα παιδιά έκαναν σκοινάκι κι έπαιζαν κουτσό στην παιδική χαρά.

ανατινάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils ont fait exploser (or: fait sauter) le dépôt de munitions de l'ennemi.
Ανατίναξαν την αποθήκη πυρομαχικών του εχθρού.

πέφτω με αλεξίπτωτο

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Oui, nous voulons sauter en parachute deux fois la semaine prochaine. Je dois préparer mon parachute.

την πέφτω

(figuré, familier : attaquer) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Trois types m'ont sauté dessus et ont volé mon porte-monnaie.
Μου την έπεσαν τρεις τύποι στο σοκάκι και μου έκλεψαν τα χρήματά μου.

μπαίνω, παίρνω

(figuré : embarquer rapidement)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai sauté dans le train qui allait vers le sud.

ξεγαντζώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τηγανίζω κτ με λίγο λάδι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χοροπηδάω

(personne)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hailey sautillait dans la pièce à la recherche de sa deuxième chaussure.
Η Χέιλι χοροπηδούσε στο δωμάτιο με το ένα πόδι ψάχνοντας το άλλο της παπούτσι.

ξεσπάω, ξεσπώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ian a tendance à attaquer (or: à se défendre) s'il pense qu'il est personnellement critiqué.
Ο Ίαν έχει την τάση να ξεσπάει αν νομίζει πως τον κρίνουν σε προσωπικό επίπεδο.

ανεβαίνω, χοροπηδώ

(un véhicule)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quand je vais en ville, je prends généralement un bus plutôt que la voiture.
Όταν πάω στο κέντρο της πόλης, συνήθως ανεβαίνω σε λεωφορείο αντί να πάρω το αμάξι. Ανέβα στην πλάτη μου, θα σε κουβαλήσω ως το σχολείο.

αρπάζω

(une occasion)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le danseur a saisi l'occasion d'auditionner pour le Ballet royal.

με ανοιχτές αγκάλες

locution verbale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quand mon patron m'a offert une promotion j'ai sauté sur l'occasion.

σκοινάκι

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les petites filles jouaient à la corde à sauter.
Τα μικρά κορίτσια έπαιζαν με ένα σκοινάκι.

αναπήδηση με pogo stick, αναπήδηση με μπαστούνι

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

την πέφτω άγρια σε κπ, τη λέω σε κπ, τα χώνω σε κπ

(figuré, familier) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il saute à la gorge de ses employés à la moindre de leur erreur.

αρπάζω την ευκαιρία

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quand ma grand-mère m'a proposé de venir avec elle en Angleterre, j'ai sauté sur l'occasion.

το τολμάω

(figuré)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Allez, je me jette à l'eau : je me fais faire un tatouage !
Επιτέλους αποφάσισα να το τολμήσω. Θα κάνω τατουάζ!

τινάζω τη μπάνκα στον αέρα

locution verbale (familier)

Il a eu tellement de chance à Las Vegas qu'il a fait sauter la banque par deux fois !

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

χορεύω στα γόνατα

locution verbale (un bébé, un enfant) (μωρό ή παιδί)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αρπάζω την ευκαιρία

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χοροπηδάω, χοροπηδώ

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεφεύγω από το θέμα

(figuré)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tout d'un coup, l'énormité de ce que j'avais fait m'apparut.

πτώση με αλεξίπτωτο

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Bert aime le frisson qu'il ressent lorsqu'il saute en parachute.

πηδάω στην άκρη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il sauta de côté juste au moment où le bus allait le percuter.

πηδάω σε κτ, πηδώ σε κτ

Roy a sauté dans la rivière pour sauver l'homme de la noyade.

πηδάω από κτ

Elle avait peur de sauter du plongeoir le plus élevé.
Φοβόταν υπερβολικά για να πηδήξει απ' τον ψηλότερο βατήρα καταδύσεων.

πηδάω σε κτ, πηδάω πάνω σε κτ

Arrêtez de sauter sur le lit, les enfants.

πηδώ στην άλλη μεριά

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Yvonne a sauté par dessus la barrière et a embarqué dans le train sans payer.

ξεχωρίζω

locution verbale (figuré)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
C'est vraiment quelque chose qui saute aux yeux.
Πραγματικά κάνει μπαμ πάνω σου.

πετάγομαι μπροστά

verbe intransitif

βουτάω, βουτώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mike a marché au bord de la piscine, a hésité un moment puis a sauté dedans.
Ο Μάικ περπάτησε έως την άκρη της πισίνας, δίστασε προς στιγμή και έπειτα βούτηξε.

κάνω άλμα βάσης

(anglicisme)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

νταχτιριντίζω, ταχταρίζω

locution verbale (μωρό: χορεύω στα γόνατα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δεν τρώω μεσημεριανό

(France)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'ai sauté le déjeuner pour pouvoir finir d'écrire mon rapport.

πηδώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

απομακρύνω βίαια

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils vont faire sauter les rochers avec de la dynamite.

βιάζομαι να αποκτήσω κάτι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les spectateurs ont sauté sur les derniers billets.

κάνω το επόμενο βήμα

(figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Après s'être fréquentés pendant un an, ils ont décidé de se jeter à l'eau et de se marier.

χοροπηδάω, χοροπηδώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tu aurais dû la voir, elle était si heureuse qu'elle en faisait des bonds.

χάνω χτύπους

locution verbale (κυριολεξία: καρδιά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αρπάζω την ευκαιρία να κάνω κτ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πέφτω με αλεξίπτωτο

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les secouristes ont dû sauter en parachute pour venir en aide aux victimes piégés.
Οι διασώστες έπεσαν με αλεξίπτωτο στην περιοχή για να βοηθήσουν τα παγιδευμένα θύματα.

κάνω μπάντζι τζάμπινγκ

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χοροπηδώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω άλμα επί κοντώ

verbe intransitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
C'est en sautant à la perche qu'il a gagné sa médaille d'or olympique.

ορμάω, χυμάω, χιμάω, χυμώ, χιμώ

(σε κάποιον/κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le renard s'est jeté sur le lapin et l'a emporté. L'officier s'est jeté sur l'homme armé et l'a désarmé.
Ο αετός χύμηξε στον λαγό και τον πήρε μαζί του. Ο αστυνομικός όρμησε στον ένοπλο και τον αφόπλισε.

αρπάζω

(figuré)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
S'ils me proposaient un travail, je sauterais dessus.
Αν μου προσέφεραν μια ευκαιρία για δουλειά, θα την άρπαζα.

πηδάω σε κτ, πηδώ σε κτ

Il a sauté dans la piscine et a crié en touchant l'eau glacé.

ρίχνω κάτι πάνω μου

(figuré, familier) (καθομιλουμένη, για ρούχα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Saute dans ton pantalon et file, tu vas être en retard à l'école !

εκτινάσσομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le pilote a sauté de l'avion juste avant que son avion ne percute les arbres.
Ο πιλότος εκτινάχθηκε ακριβώς πριν το αεροπλάνο του χτυπήσει στα δέντρα.

πηδάω πάνω από κτ/κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
En fuyant la police, le criminel a sauté par-dessus la barrière.

σοτάρω

verbe transitif (Cuisine)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jessica a fait sauter du poulet et des brocolis pour le dîner.

κάνω σκοινάκι

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les boxeurs sautent à la corde pour améliorer leur endurance et leur rythme.
Οι μποξέρ κάνουν σκοινάκι για να βελτιώσουν την αντοχή και τον ρυθμό τους.

ορμάω, ορμώ

(attaquer)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le lion a sauté sur l'antilope.
Το λιοντάρι όρμηξε στην αντιλόπη.

της/του τα φοράω

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μου έρχεται, μου 'ρχεται

(figuré) (σκέψη, ιδέα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'inspecteur buvait son thé quand soudain la réponse lui a sauté aux yeux : c'était le majordome le coupable.

αφήνω διπλό διάστιχο

(traitement de texte)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τηγανίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ne mets pas trop d'huile dans la poêle quand tu feras sauter le poulet et les piments.

πηδώ

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jim sauta par-dessus la clôture et se retrouva dans le jardin du voisin en un clin d’œil.

συναντώ κπ τυχαία

locution verbale (figuré : d'une personne)

ξεπηδώ από κτ

La grenouille saute de la feuille de nénuphar.

πηδάω, πηδώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En un seul bond, Adam a sauté par-dessus la barrière.
Μονάχα με ένα άλμα, ο Άνταμ πήδησε την πύλη.

πηδάω, πηδώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La foule s'est mise à sauter par-dessus les barrières de sécurité et la police ne pouvait pas les en empêcher.
Το πλήθος άρχισε να πηδά πάνω από τα χωρίσματα ασφαλείας και η αστυνομία δεν μπορούσε να το συγκρατήσει.

υπερβολικά

locution verbale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πηδάω, πηδώ, ξεπηδάω, ξεπηδώ

verbe intransitif (baleine) (έξω από το νερό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Depuis leur bateau de croisière, les touristes voyaient la baleine sauter hors de l'eau.

κάνω άλματα

locution verbale (στο σκι)

πηδώ από κτ

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sauter στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.