Τι σημαίνει το saut στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης saut στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του saut στο Γαλλικά.

Η λέξη saut στο Γαλλικά σημαίνει απότομη μετάβαση, άλμα, ρίσκο, πήδημα, άλμα, πήδημα, άλμα, αύξηση, διακύμανση, επίσκεψη, άλμα, πήδημα, πτώση με αλεξίπτωτο, πήδημα, πήδημα, άλμα, επισκέπτομαι, φράχτης αντιστήριξης, έρχομαι, περνάω, περνώ, περιστροφή, ένα τσικ, σκοινάκι, ανισόπεδη διάβαση, τούμπα, ανισόπεδος κόμβος, ιππικοί αγώνες με εμπόδια, αναστροφή, άλμα εις μήκος, μπάντζι τζάμπινγκ, πήδημα λαγού, πολύ νωρίς, άλμα εις ύψος, άλμα εις μήκος, άλμα επί κοντώ, άλμα επί κοντώ, κβαντικό άλμα, άλμα εις τριπλούν, άλμα με φόρα, πτώση με αλεξίπτωτο, σάλτο πίσω, ανάποδο σάλτο, τολμηρή κίνηση, ριψοκίνδυνη κίνηση, αλλαγή γραμμής, πτώση με αλεξίπτωτο, πηδάω στην άκρη, περνάω, περνώ, πετάγομαι, πετάγομαι, περνάω, περνάω, περνώ, επισκέπτομαι κάτι, ρίχνω μια ματιά σε κπ/κτ, πετιέμαι στο/μέχρι το, πετάγομαι, περνάω, άλογο υπερπήδησης εμποδίων, το παιχνίδι σκοινάκι με δύο σκοινιά, πέρασμα του καναλιού της Μάγχης, πρωινό ποτό, πρωινό ποτάκι, κάνω το επόμενο βήμα, κάνω τούμπα, ίππος, επισκέπτομαι, περνώ από κάπου για λίγο, άλμα, περνάω, περιστροφή, άλματα, απόσταση, άλμα βάσης, άλμα, πετιέμαι, πετάγομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης saut

απότομη μετάβαση

nom masculin (figuré : sans transition)

Le saut que faisait le livre de l'histoire à la philosophie était déroutant.

άλμα

nom masculin (Sports)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le saut en hauteur et le saut en longueur figurent aux Jeux olympiques.

ρίσκο

nom masculin (figuré)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πήδημα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il franchit la mare d'un saut rapide.
Πέρασε πάνω από τη λακκούβα με ένα γρήγορο άλμα.

άλμα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La station de ski a plusieurs tremplins dangereux.

πήδημα, άλμα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sarah a sauté par-dessus le ruisseau en un bond.
Η Σάρα πήδηξε πάνω από το ρυάκι με ένα σάλτο.

αύξηση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le prix des actions de la compagnie a fait un grand bond (or: saut) cette semaine.

διακύμανση

(Électronique)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επίσκεψη

(courte visite)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άλμα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le saut de Michelle l'a menée de l'autre côté de la barrière.
Με ένα άλμα η Μισέλ πέρασε στην άλλη πλευρά του εμποδίου.

πήδημα

nom masculin (personne)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Harry ne pouvait faire que deux ou trois sauts sur sa jambe avant que cela ne lui fasse trop mal pour continuer.
Ο Χάρυ μπόρεσε να κάνει δυο ή τρία πηδήματα με το καλό του πόδι πριν σταματήσει λόγω του πόνου.

πτώση με αλεξίπτωτο

nom masculin (parachute)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Ouais, on a fait un super saut aujourd'hui. Le ciel était clair et on avait une visibilité de plusieurs kilomètres.

πήδημα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
D'un saut, le chat a rejoint l'endroit où l'oiseau était.

πήδημα

nom masculin (lapin)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le saut du lapin paraissait étrange et Jimmy craignait qu'il ne soit blessé.

άλμα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Faire du parachute est amusant. J'ai déjà fait trois sauts.

επισκέπτομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φράχτης αντιστήριξης

nom masculin (fossé avec mur)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Un saut-de-loup empêche les cerfs de pénétrer dans le jardin.

έρχομαι, περνάω, περνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si tu passes ce soir, on pourra regarder un film ensemble.
Αν έρθεις (or: περάσεις) απόψε, θα δούμε μια ταινία μαζί.

περιστροφή

(danse, acrobatie)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le danseur a effectué deux pirouettes dans les airs avant de retomber.

ένα τσικ

adverbe (pour une distance physique) (καθομιλουμένη)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
La maison que j'ai achetée est à deux pas de la mer.

σκοινάκι

nom masculin (άσκηση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le saut à la corde est une excellente forme d’exercice.
Το σκοινάκι είναι ένα εξαιρετικό είδος άσκησης.

ανισόπεδη διάβαση

(courant : pour voitures) (για πεζούς)

Des piétons s'étaient mis sur le pont pour voir les motos des 24 heures du Mans passer sur l'autoroute.

τούμπα

nom masculin (ακροβατική φιγούρα)

Le petit garçon fit un saut périlleux puis la roue.

ανισόπεδος κόμβος

(courant)

ιππικοί αγώνες με εμπόδια

(Hippisme)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

αναστροφή

nom masculin (Gymnastique)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άλμα εις μήκος

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μπάντζι τζάμπινγκ

nom masculin

J'ai fait du saut à l'élastique dans le Grand Canyon.
Πήγα για μπάντζι τζάμπινγκ στο Γκραντ Κάνυον.

πήδημα λαγού

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πολύ νωρίς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Au saut du lit, mon frère allume une cigarette.

άλμα εις ύψος

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La Grande-Bretagne a gagné la médaille d'or en saut en hauteur.

άλμα εις μήκος

nom masculin (σπορ)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
C'est aux Jeux olympiques qu'elle battit le record du saut en longueur. Au lycée, j'étais dans l'équipe d'athlétisme et je faisais du saut en longueur.
Ήταν στους Ολυμπιακούς που έσπασε το παγκόσμιο ρεκόρ στο άλμα εις μήκος. Στο γυμνάσιο ήμουν στην ομάδα στίβου και αγωνιζόμουνα στο άλμα εις μήκος.

άλμα επί κοντώ

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le saut à la perche est mon épreuve d'athlétisme préférée.

άλμα επί κοντώ

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κβαντικό άλμα

nom masculin

Les électrons effectuent un saut quantique quand ils sont bombardés de rayonnement.

άλμα εις τριπλούν

nom masculin (Athlétisme)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Quelqu'un vient de battre le record du monde du triple saut.

άλμα με φόρα

nom masculin

πτώση με αλεξίπτωτο

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σάλτο πίσω, ανάποδο σάλτο

nom masculin (Gymnastique)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τολμηρή κίνηση, ριψοκίνδυνη κίνηση

nom masculin

αλλαγή γραμμής

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πτώση με αλεξίπτωτο

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Bert aime le frisson qu'il ressent lorsqu'il saute en parachute.

πηδάω στην άκρη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il sauta de côté juste au moment où le bus allait le percuter.

περνάω, περνώ

(κάνω ανεπίσημη επίσκεψη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Peter est passé plus tôt dans l'après-midi.
Πέρασε ο Πίτερ νωρίτερα το απόγευμα.

πετάγομαι

locution verbale (familier) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je me suis dit que j'allais faire un saut chez toi pour te dire bonjour ! Si tu es dans le quartier et que tu veux faire un saut chez nous, tu es le bienvenu.
Απλά σκέφτηκα να πεταχτώ και να σας χαιρετήσω! Όποτε βρεθείς στη γειτονιά, είσαι ευπρόσδεκτος να περάσεις.

πετάγομαι

locution verbale (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je serai là cet après-midi si tu veux faire un saut à mon bureau pour discuter un peu. Je crois que je vais faire un saut chez le voisin pour emprunter une tasse de sucre.
Νομίζω θα πεταχτώ στου γείτονα το σπίτι και θα δανειστώ μια κούπα ζάχαρη.

περνάω

locution verbale (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'ai fait un saut chez Patrick pour voir sa nouvelle terrasse.

περνάω, περνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επισκέπτομαι κάτι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρίχνω μια ματιά σε κπ/κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quand j'irai en ville, il faudra que je fasse un saut chez mes parents.

πετιέμαι στο/μέχρι το

locution verbale (familier) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je vais faire un saut au magasin pour acheter un peu de lait.

πετάγομαι

locution verbale (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'en ai pour deux minutes, je dois juste faire un saut à la pharmacie pour aller chercher mes médicaments.

περνάω

(κάνω ανεπίσημη επίσκεψη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Matilda adore passer chez ses amis à l'improviste.
Στη Ματίλντα αρέσει να περνάει από τους φίλους της χωρίς προειδοποίηση.

άλογο υπερπήδησης εμποδίων

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

το παιχνίδι σκοινάκι με δύο σκοινιά

nom masculin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πέρασμα του καναλιού της Μάγχης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πρωινό ποτό, πρωινό ποτάκι

nom masculin

Pete s'est versé un verre au saut du lit.

κάνω το επόμενο βήμα

(figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Après s'être fréquentés pendant un an, ils ont décidé de se jeter à l'eau et de se marier.

κάνω τούμπα

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les gymnastes firent des sauts périlleux parfaitement synchronisés.

ίππος

(Gym : agrès)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

επισκέπτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περνώ από κάπου για λίγο

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je dois juste passer au bureau (or: faire un saut au bureau) en rentrant à la maison pour prendre quelques papiers. // Nous sommes passés à Bristol (or: Nous avons fait un saut à Bristol) en nous rendant à Londres.
Καθώς θα πηγαίνω σπίτι, θα πρέπει, απλώς, να περάσω για λίγο από το γραφείο να μαζέψω μερικά χαρτιά. Περάσαμε για λίγο από το Μπρίστολ, καθώς πηγαίναμε στο Λονδίνο.

άλμα

nom masculin (discipline de gymnastique)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

περνάω

locution verbale (familier : rapidement) (καθομιλουμένη: από κπ/κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je ferai un saut chez toi quand j'aurai fini.
Θα περάσω απ' το σπίτι σου όταν τελειώσω.

περιστροφή

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nous avons vu le poisson se retourner dans l'eau avant de s'en aller.
Είδαμε την περιστροφή του ψαριού στο νερό πριν φύγει κολυμπώντας.

άλματα

nom masculin (στο σκι)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

απόσταση

(figuré)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άλμα βάσης

(anglicisme)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

άλμα

nom masculin (στο σκι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πετιέμαι, πετάγομαι

locution verbale (μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
George a fait un saut à San Francisco pour une réunion ce matin.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του saut στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του saut

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.