Τι σημαίνει το shuffle στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης shuffle στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του shuffle στο Αγγλικά.

Η λέξη shuffle στο Αγγλικά σημαίνει σέρνω τα πόδια μου, ανακατεύω, ανακατεύω, ανακατεύω, αναδιοργανώνω, σύρσιμο των ποδιών, ανακάτεμα, τυχαία αναπαραγωγή, ανακάτεμα, ήχος ανακατέματος, ανακατεύω, μπερδεύω, ξεφορτώνομαι, απομακρύνομαι, σέρνομαι, ανακατεύω τράπουλα/χαρτιά, σέρνω τα πόδια μου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης shuffle

σέρνω τα πόδια μου

intransitive verb (walk slowly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The old man shuffled along the street.
Ο ηλικιωμένος άνδρας έσυρε τα πόδια του κατά μήκος του δρόμου.

ανακατεύω

intransitive verb (mix playing cards)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Emma shuffled and then dealt.

ανακατεύω

transitive verb (playing cards: mix randomly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The dealer shuffled the pack.
Αυτός που μοίραζε ανακάτεψε την τράπουλα.

ανακατεύω

transitive verb (mix carelessly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The boss shuffled his papers nervously, not knowing what to say to the employee he had just fired.
Το αφεντικό ανακάτεψε τα χαρτιά του νευρικά χωρίς να ξέρει τι να πει στον υπάλληλο που είχε μόλις απολύσει.

αναδιοργανώνω

transitive verb (employees: reassign jobs)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The company is shuffling its staff in an effort to save jobs, but still cut costs.
Η εταιρεία κάνει ανακατατάξεις στο προσωπικό της σε μια προσπάθεια να κρατήσει τις θέσεις εργασίας, μειώνοντας παράλληλα το κόστος.

σύρσιμο των ποδιών

noun (slow walk)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The old lady moved across the road at a shuffle.
Η ηλικιωμένη κυρία διέσχισε τον δρόμο με ένα σύρσιμο των ποδιών της.

ανακάτεμα

noun (random mixing of playing cards)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
One of the players complained that the shuffle hadn't been thorough enough.
Ένας από τους παίχτες παραπονέθηκε πως το ανακάτεμα δεν ήταν αρκετά καλό.

τυχαία αναπαραγωγή

noun (music player: random order)

James put his music player on shuffle.
Ο Τζέιμς έβαλε τη συσκευή μουσικής σε τυχαία αναπαραγωγή.

ανακάτεμα

noun (mixing)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ήχος ανακατέματος

noun (rustling sound)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lauren thought she was alone in the office, but then she heard the shuffle of papers behind her.

ανακατεύω, μπερδεύω

phrasal verb, transitive, separable (move [sth] quickly around)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The man shuffled the cups around and asked the audience to say which one the ball was under.

ξεφορτώνομαι

phrasal verb, transitive, separable (get rid of, shirk)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My boss was in the habit of shuffling his work off onto the rest of us.

απομακρύνομαι

(walk away with short steps)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σέρνομαι

(drag your feet in approaching) (μτφ: σέρνω τα πόδια μου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The old man shuffled over to the desk.

ανακατεύω τράπουλα/χαρτιά

verbal expression (playing cards: mix up the deck)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You need to shuffle the cards before you start the poker game.

σέρνω τα πόδια μου

verbal expression (walk slowly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του shuffle στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.