Τι σημαίνει το slick στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης slick στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του slick στο Αγγλικά.

Η λέξη slick στο Αγγλικά σημαίνει ολισθηρός, επιδέξιος, που γυαλίζει, που λάμπει, που γυαλίζει, που λάμπει, επιδέξιος, ικανός, καλός, δεξιοτέχνης, αστέρι, άψογος, εξαιρετικός, εξαίρετος, έξοχος, λάστιχο slick, ελαστικό slick, λάστιχο τύπου slick, ελαστικό τύπου slick, πετρελαιοκηλίδα, περιοδικό, κολλάω, πετρελαιοκηλίδα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης slick

ολισθηρός

adjective (slippery)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tara slipped on the slick ice.
Η Τάρα γλίστρησε στον ολισθηρό πάγο.

επιδέξιος

adjective (figurative (action: smooth, easy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
With a slick movement, the goalkeeper caught the ball.
Με μια επιδέξια κίνηση, ο τερματοφύλακας έπιασε την μπάλα.

που γυαλίζει, που λάμπει

adjective (oily)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After her run, Emily's skin was slick with sweat. The hairdresser experienced a shudder of disgust looking at her customer's slick hair.
Η κομμώτρια ένιωσε μια απέχθεια όταν είδε τα λαδωμένα μαλλιά της πελάτισσάς της.

που γυαλίζει, που λάμπει

adjective (hair: styled with oil, gel)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
James's hair was slick with gel.
Τα μαλλιά του Τζέιμς γυάλιζαν από το τζελ.

επιδέξιος, ικανός, καλός

adjective (figurative (person: practiced)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Glenn is a slick salesman.
Ο Γκλεν είναι ένας έμπειρος πωλητής.

δεξιοτέχνης

(figurative (person: practiced) (με γενική)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
This company is very slick at advertising.

αστέρι

expression (figurative (person: practiced) (μτφ, καθομ: σε κτ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Patricia is slick at making sales.
Η Πατρίσια είναι αστέρι στις πωλήσεις.

άψογος, εξαιρετικός, εξαίρετος, έξοχος

adjective (well executed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The producers had put together a really slick show.

λάστιχο slick, ελαστικό slick, λάστιχο τύπου slick, ελαστικό τύπου slick

noun (informal, usually plural (racing tire: no tread) (συνήθως πληθυντικός)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The racing car is fitted with slicks.

πετρελαιοκηλίδα

noun (informal (oil slick: patch of spilled petroleum)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Environmentalists say the slick is spreading at an alarming rate.

περιοδικό

noun (US, informal (glossy magazine)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κολλάω

phrasal verb, transitive, separable (hair: smooth back) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He slicks back his hair like a 1950s greaser.

πετρελαιοκηλίδα

noun (layer of spilt oil)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dispersants can be used to remove the oil slick from the top of the water.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του slick στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.